κόμμα, το, ουσ. [<αρχ. κόμμα <κόπτω], το κόμμα· το πολιτικό κόμμα: «το κόμμα έδωσε γραμμή στα συνδικάτα που ελέγχει να κινηθούν για νέες απεργίες»·
- δε χάνω ούτε κόμμα, α. παρακολουθώ με μεγάλη προσοχή ένα κείμενο ή μια ομιλία, καταλαβαίνω τέλεια, ιδίως όταν πρόκειται για ξένη γλώσσα: «μιλάει τόσο γλαφυρά, που δεν χάνουν ούτε κόμμα || δεν είχε υπότιτλους η ταινία, αλλά, επειδή ξέρω ιταλικά, δεν έχασα ούτε κόμμα». β. είμαι καλά δασκαλεμένος, λέω ή κάνω ακριβώς ό,τι μου έχουν επιβάλλει ή υποβάλλει να πω ή να κάνω: «πώς να του ξεφύγεις, που δεν χάνει ούτε κόμμα από τους κανονισμούς που μας βάλανε!»·
- ένα είναι το κόμμα, το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.), όπως το αποκαλούν οι ορθόδοξοι κομμουνιστές που είναι οργανωμένοι σε αυτό μετά τη διάσπασή του·
- κάνω κόμμα, (με κάποιον ή κάποιους), συμμαχώ, συνεννοούμαι, συνεργάζομαι, ιδίως κρυφά με κάποιον ή κάποιους εναντίον κάποιου ή κάποιων: «κάνανε κόμμα και μας έφαγαν τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια || κάναμε κόμμα για να προωθήσουν τους δικούς τους»·
- Κάπα Κάπα Ε, το κόμμα σου λαέ, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- κόμμα εξουσίας, το κόμμα εκείνο που επιδιώκει, που μπορεί να κυβερνήσει ή που κυβερνάει σε μια χώρα: «το τάδε κόμμα, είναι κόμμα εξουσίας εδώ και είκοσι χρόνια || το τάδε κόμμα της αντιπολίτευσης είναι κόμμα εξουσίας || εσείς φταίτε για όλα τα κακώς κείμενα, γιατί εσείς ήσασταν τόσον καιρό κόμμα εξουσίας».