κομήτης, ο, ουσ. [<αρχ. κομήτης < κομῶ (= έχω μακριά μαλλιά)· την ουρά του κομήτη τη φαντάστηκαν ως κόμη], ο κομήτης·
- έγινε κομήτης, α. έγινε ακριβοθώρητος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον τελευταίο καιρό ο τάδε έγινε κομήτης!». β. έφυγε από κάπου αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως έρχονταν να τον δείρουν, έγινε κομήτης». Από την εικόνα του κομήτη που εξαφανίζεται πολύ γρήγορα, όταν παρουσιαστεί στον ουρανό·
- εμφανίζεται σαν κομήτης ή εμφανίζεται σαν τον κομήτη, εμφανίζεται σε κάποιο χώρο σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα: «έχω να τον δω πάρα πολύ καιρό, γιατί εμφανίζεται σαν τον κομήτη». Αναφορά στο χρόνο εμφάνισης του κομήτη από την τελευταία εξαφάνισή του·
- έρχεται και φεύγει σαν κομήτης ή έρχεται και φεύγει σαν τον κομήτη, έρχεται σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα, αλλά και όταν έρχεται, κάθεται πάρα πολύ λίγο και ξαναφεύγει: «όσο για τον τάδε, για τον οποίο ενδιαφέρεσαι, έρχεται και φεύγει σαν τον κομήτη». Αναφορά στο χρόνο και στον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται και εξαφανίζεται ο κομήτης·
- έρχεται σαν κομήτης ή έρχεται σαν τον κομήτη, βλ. φρ. εμφανίζεται σαν κομήτης·
- σαν κομήτης ή σαν τον κομήτη, σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα: «έρχεται καθόλου από δω ο τάδε; -Σαν τον κομήτη».