αλογάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. άλογο]. 1α. μικρό σε ηλικία άλογο ή βραχύσωμο άλογο: «τα αλογάκια της Σκύρου». β. παιδικό παιχνίδι σε σχήμα αλόγου που χρησιμοποιείται ως κούνια υπονοώντας τον καλπασμό: «ο παππούς αγόρασε στο εγγονάκι του ένα αλογάκι για να παίζει». 2.  (χαϊδευτικά) το πέος. Από το ότι και το πέος, σαν το αλογάκι, «πηδάει!»·
- δέρνει τ’ αλογάκι του, (ειρωνικά) αυνανίζεται: «όταν έχει να πάει καιρό με γυναίκα, δέρνει τ’ αλογάκι του»·
- τ’ αλογάκι της θάλασσας, ο ιππόκαμπος·
- τ’ αλογάκι της Παναγιάς, είδος πράσινου εντόμου, που μοιάζει με ακρίδα·
- ταΐζει τ’ αλογάκια, (ειρωνικά) χάνει συστηματικά τα χρήματά του στον ιππόδρομο: «πού τον βρίσκεις, πού τον χάνεις, μια ζωή στον ιππόδρομο να ταΐζει τ’ αλογάκια»·
- τον κάνω αλογάκι, βλ. συνηθέστ. τον κάνω άλογο, λ. άλογο.