κολόνια, η, ουσ. [<γαλλ. eau de Cologne (= νερό της Κολονίας)], αρωματικό υγρό, άρωμα: «έριξε λίγη κολόνια επάνω του για να μυρίζει όμορφα»·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, λέγεται ειρωνικά για δυσάρεστη ή ενοχλητική υπόθεση ή κατάσταση που διαιωνίζεται: «υπόσχεστε πως θα καθαρίσετε τα σχολεία απ’ τα κακοποιά στοιχεία, αλλά δεν κάνετε τίποτα κι αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια»·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι.