κολοκυθοκορφάδες, οι, ουσ. [<κολοκύθι + κορφάδα], τα άνθη και οι άκρες των τρυφερών βλαστών της κολοκυθιάς, που θεωρούνται ωραίος μεζές, ωραίο φαγητό: «όταν τα κολοκύθια είναι στην εποχή τους, οι κολοκυθοκορφάδες δε λείπουν απ’ το τραπέζι του»·
- κόβω κολοκυθοκορφάδες, βλ. φρ. μαζεύω κολοκυθοκορφάδες·
- μαζεύω κολοκυθοκορφάδες, καλοπερνώ: «γιατί να μη μαζεύει κολοκυθοκορφάδες ο τύπος, απ’ τη στιγμή που ο γέρος του του άφησε μια τόσο ατράνταχτη περιουσία;».