κολλώ κ. κολλάω κ. κολνώ κ. κολνάω, ρ. [<αρχ. κολλῶ], κολλώ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός: «προσέξτε μη σας κολλήσει ο τάδε, γιατί θα στενάξετε μέχρι να τον ξεκολλήσετε». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς, μπατίρισα, και φράγκο δεν υπάρχει· να την περάσεις κοίταξε όπως και αν σου λάχει). 2. πιέζω φορτικά κάποιον να κάνει κάτι: «αν δεν τον κολλούσα να πάει να υπογράψει, θα την έχανε τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μου κόλλησ’ όλ’ η γειτονιά, κάθε ώρα με πειράζει, να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις μου φωνάζει). 3. μένω υποχρεωτικά πολλή ώρα σε ένα σημείο: «έγινε ένα τρακάρισμα στη διασταύρωση και κολλήσαμε μέχρι ν’ ανοίξει ο δρόμος». 4. μένω κοντά σε ένα άτομο, σε ένα κύκλο ανθρώπων και γενικά σε ένα χώρο πολύ περισσότερη ώρα από την κανονική: «κάθε φορά που πηγαίνει στο σπίτι της λεγάμενης, κολλάει και κάθεται με τις ώρες». 5. αφιερώνομαι σε ένα άτομο, σε μια εργασία ή σε ένα αντικείμενο, επιμένω σε ένα ζήτημα: «έχει κολλήσει στη μάνα του και σε λίγο θα ’χει πρόβλημα || από τότε που πήρε τον υπολογιστή κόλλησε και όλο γι’ αυτό μιλάει». (Λαϊκό τραγούδι: εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος κι εσύ κολλάς σε κάτι πράγματα μικρά). 6. παρενοχλώ επίμονα κάποιον με ερωτική διάθεση: «πώς να μην κολλήσεις τέτοια γυναικάρα!». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα να βρεις καν’ άλλονε, να ’ναι ρεφαρισμένος, και μην κολλάς εμένανε· είμαι μπατιρημένος). 7. βρίσκομαι σε απόλυτη αρμονία, σε απόλυτη συμφωνία με κάποιον, ταιριάζω απόλυτα με κάποιον: «έχουν και οι δυο τρέλα με το υποβρύχιο ψάρεμα, γι’ αυτό κόλλησαν». 8. δειλιάζω να προχωρήσω, να συνεχίσω την προσπάθειά μου για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού και κάνω πίσω, κολώνω: «ήταν πολλά τα έξοδα και κόλλησα ν’ αναλάβω τη δουλειά». (Τραγούδι: τα σενάρια όλα είναι πιθανά και γι’ αυτό και δεν κολλάμε πουθενά). 9.παρενοχλώ κάποιον με σκοπό να μαλώσω μαζί του: «μην κολλάς τον τάδε, γιατί θα σου τις βρέξει!». 10. αντιμετωπίζω τέτοια δυσκολία σε μια δουλειά ή υπόθεσή μου, που δεν την αφήνει να εξελιχθεί: «κόλλησα στο τελωνείο με τις διατυπώσεις και δεν μπορώ να εκτελωνίσω το εμπόρευμα». 11. δεν μπορώ να σκεφτώ, ξαφνικά χάνω τη διαύγειά μου: «όταν με ρώτησαν ξαφνικά πού ήμουν τη συγκεκριμένη ώρα, κόλλησα και δεν ήξερα τι να πω». (Τραγούδι: κολλάω και τραυλίζω, αν είναι να στο πω, γι’ αυτό και σου χαρίζω τον μυστικό πομπό). 12. μου γίνεται κάτι έμμονη ιδέα: «του κόλλησε πως τον απατά η γυναίκα του και πάει να τρελαθεί ο φουκαράς!». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι ζηλιάρης, με ζηλεύεις τρομερά και μου κολλάς πως χτες το βράδυ σ’ απατούσα, δεν είμαι ένοχη στο λέω καθαρά και δε θα σ’ έπαιρνα, αν δε σε αγαπούσα).13. αρρωσταίνω από κάποια μολυσματική ασθένεια, ο οργανισμός μου δέχεται ιό από κάποιον ή από κάπου: «με κόλλησε γρίπη || κόλλησε στο σχολείο μαγουλάδες». 14. επηρεάζομαι σε κάποιο ζήτημα από κάποιον, αρχίζω να ενεργώ όπως αυτός: «τόσα χρόνια δίπλα του πώς να μην του κολλήσει την τσιγγουνιά του;». 15. (στη γλώσσα της αργκό) ρίχνω με τέτοιο τρόπο τα ζάρια, ώστε να φέρνω τη ζαριά που θέλω: «όταν κατάλαβαν πως κολλούσε τα ζάρια, τον έσπασαν στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: στα ζάρια τα οικονόμαγα και τις εξάρες κόλναγα). (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- αν ήτανε η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα, βλ. λ. ζήλια·
- άρπα κόλλα, βλ. λ. άρπα κόλλα·
- αυτό πού κολλάει; βλ. λ. αυτός·
- δε μου κολλάει (ο) ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- δεν κολλάει, α. αυτό που λες δεν πείθει, δεν μας πείθει: «μην προσπαθείς να δικαιολογηθείς μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν κολλάει». β. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεσαι, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν είναι σωστός: «η ενέργεια που έκανες, δεν κολλάει σ’ ένα τέτοιο κύκλο ανθρώπων». γ. το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει θέση σε ένα χώρο, είναι ξένο με το όλο περιβάλλον: «προσπαθώ να κρεμάσω μια ώρα αυτόν τον πίνακα μέσα στο σαλόνι, αλλά βλέπω πως δεν κολλάει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το πουθενά. δ. δεν ταιριάζει κάτι, δε συνταιριάζει, δε συνδυάζεται με κάτι άλλο: «αυτή η γραβάτα που φοράς δεν κολλάει με το κοστούμι σου». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το με τίποτα·
- δεν κολλάει η ψαρόκολλα, βλ. λ. ψαρόκολλα·
- δεν κολλάμε μπρίκια, βλ. λ. μπρίκι·
- εδώ θα κολλήσουμε; βλ. λ. εδώ·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- εμείς τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε; βλ. λ. μπρίκι·
- θα σε κολλήσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- κόλλα το! α. προτροπή για χειραψία, με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό, κόλλα του να τελειώνουμε!». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, κόλλα το να ξαναγίνουμε φίλοι!». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε τα λόγια ή την ενέργεια κάποιου: «κόλλα το, ρε φίλε, καλά του τα ’πες του φαφλατά! || κόλλα το, ρε μάγκα, καλά του ’κανες του παλιοαλήτη!». Σχεδόν πάντα, προτείνουμε ένθερμα το χέρι μας για χειραψία·
- κόλλα πέντε, βλ. λ. πέντε·
- κολλάει ένσημα, βλ. λ. ένσημο·
- κολλάω τις φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- κόλλησαν σαν χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- κόλλησε η βελόνα, βλ. λ. βελόνα·
- κόλλησε η γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κόλλησε η κόρνα, βλ. λ. κόρνα·
- κόλλησε τ’ άντερό μου, βλ. λ. άντερο·
- κόλλησε το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- κόλλησε το σάλιο μου, βλ. λ. σάλιο·
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- κόλλησε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- κόλλησε το φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- κολλώ αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- κολλώ παράσημο, βλ. λ. παράσημο·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, βλ. λ. μύγα·
- κολλώ σε λεπτομέρειες ή κολλώ στις λεπτομέρειες, βλ. λ. λεπτομέρεια·
- κολλώ τα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- μη μου κολλάς! απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «μη μου κολλάς, γιατί θα στις βρέξω!». (Λαϊκό τραγούδι: βρε σεις, παλιόπαιδα, φευγάτε κι άντε ρωτήστε πώς με λένε, εμένανε μη μου κολλάτε, γιατί οι μανάδες σας θα κλαίνε
- μου κόλλησε σαν βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου κόλλησε σαν βεντούζα, βλ. λ. βεντούζα·
- μου κόλλησε σαν κολλητσίδα, βλ. λ. κολλητσίδα·
- μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα, βλ. λ. κρεατόμυγα·
- μου κόλλησε σαν στρείδι, βλ. λ. στρείδι·
- μου κόλλησε σαν τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου κόλλησε σαν τσιμπούρι, βλ. λ. τσιμπούρι·
- μου κόλλησε σαν τσιρότο, βλ. λ. τσιρότο·
- μου κόλλησε σαν τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- στη βράση κολλάει το σίδερο, βλ. λ. βράση·
- τι νόμισες, μπρίκια κολλάμε; βλ. λ. μπρίκι·
- το κολλήσαμε (ενν. το χέρι μας), συμφιλιωθήκαμε, συμφωνήσαμε: «επειδή καταλάβαμε ότι με τα γινάτια δε γίνεται τίποτα, το κολλήσαμε και ξαναγίναμε φίλοι || αφού ζυγιάσαμε τα υπέρ και τα κατά και είδαμε ότι μας συμφέρει, το κολλήσαμε να κάνουμε τη δουλειά»·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- τον κόλλησε κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- τον κόλλησε σαν μακαρόνι στον τοίχο, βλ. λ. μακαρόνι·
- τον κόλλησε σαν σκατό στον τοίχο, βλ. λ. σκατό·
- τον κόλλησε στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- τον κόλλησε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- του κολλάω ένα (ενν. γροθίδι, γρόθο, κλότσο, μπάτσο, σκαμπίλι, σφάλιαρο, φούσκο) ή του κολλάω μια (ενν. γροθιά, καρπαζιά, κλοτσιά, κουτουλιά, μπάτσα, σφαλιάρα, φάπα) τον χτυπώ: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του κόλλησα ένα κι ησύχασε». Συνήθως ακολουθεί παράλληλη χειρονομία, που καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο καταφέρθηκε το χτύπημα, και τις πιο πολλές φορές μετά το ένα ή το μία της φρ. ακολουθούν διάφορα ηχομιμητικά επιφωνήματα, που υποτίθεται ότι είναι ο ήχος που προκλήθηκε από το χτύπημα όπως, γκάουπ, τσιατ, κλατς, σβουμπ, πλιατς·
- του κόλλησα την πλάτη στον τοίχο, βλ. λ. πλάτη·
- του κολλώ αβανιά ή του κολλώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του κολλώ παρατσούκλι ή του κολλώ το παρατσούκλι, βλ. λ. παρατσούκλι·
- του κολλώ τη λαδιά, βλ. λ. λαδιά·
- του κολλώ τη ρετσινιά, βλ. λ. ρετσινιά·
- του κολλώ τη στάμπα, βλ. λ. στάμπα·
- του κολλώ την ετικέτα, βλ. λ. ετικέτα.