κολιός, ο, ουσ. [<αρχ. κολοιός], είδος ψαριού, το σκουμπρί·
- βάζω τον κολιό στο ξίδι, (στη γλώσσα της αργκό) συνουσιάζομαι: «τρεις φορές τη βδομάδα βάζω τον κολιό στο ξίδι»·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή. (Λαϊκό τραγούδι: κάθε πράγμα στον καιρό του και τον Αύγουστο κολιός, στη ζωή έγινε νόμος και δε γίνεται αλλιώς). Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- κολιός και κολιός κι απ’ το ίδιο βαρέλι, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος είναι του ιδίου φυράματος.