αλμπενί, επίρρ. [<τουρκ. al (= κόκκινος) + beniz (= χρώμα του πρόσωπο), δηλ. το κόκκινο πρόσωπο, ο κοκκινοπρόσωπος], ιδίως εύχρ. στη φρ. έχω αλμπενί, είμαι πολύ όμορφος, έχω πολύ όμορφα χαρακτηριστικά, πολύ όμορφο πρόσωπο, πολύ όμορφο παρουσιαστικό, έχω ελκυστικότητα, γοητεία, έλξη: «αυτό το παιδί έχει αλμπενί, γι’ αυτό γίνεται αμέσως αγαπητό».