κόλαση, η, ουσ. [<αρχ. κόλασις (= τιμωρία) <κολάζω)], η Κόλαση. 1. κατάσταση βασανιστική, περιβάλλον στο οποίο οι συνθήκες διαβίωσης είναι ανυπόφορες, φρικτές: «ο γάμος του είναι σκέτη κόλαση || η ζωή στην Αθήνα είναι μια κόλαση || τα τελευταία χρόνια ζω μια κόλαση». Από τις οδυνηρές συνθήκες τιμωρίας που θα επικρατούν, σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία, στην Κόλαση. (Λαϊκό τραγούδι: μες της ζωής την κόλαση βρήκα κι εγώ μια όαση, βρήκα εσένα και σε λάτρεψε η καρδιά μου // απ’ τους καημούς που πέρασα ποτέ μου δεν εγέλασα, τα μάτια μου όλο κλαίνε και πήρα την απόφαση να φύγω για την κόλαση που ξενιτιά τη λένε).2α. τόπος όπου επικρατεί αφόρητη ζέστη: «η Αφρική, ιδίως το καλοκαίρι, είναι κόλαση». β. πολύ υψηλή ατμοσφαιρική θερμοκρασία: «όλος ο Ιούλιος φέτος ήταν κόλαση». Από το ότι σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία στην Κόλαση επικρατούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες. 3. (στη νεοαργκό) χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κάτι πάρα πολύ ωραίο, οργιαστικό, αισθησιακό, που μας προσφέρει μεγάλη ηδονή: «πέτυχα μια γκόμενα σκέτη κόλαση || σ’ άρεσε το παγωτό; -Κόλαση». Ίσως επειδή αυτοί που οδηγούνται στην χριστιανική κόλαση υπήρξαν άνθρωποι που ικανοποίησαν τα πάθη τους και χόρτασαν τις αισθήσεις τους· βλ. και λ. κολαστήρι·
- βλέπω την κόλαση, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «βλέπω την κόλαση κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα την κόλαση·
- έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- εδώ είναι ο Παράδεισος, εδώ κι η Κόλαση, βλ. λ. παράδεισος·
- είδα την κόλαση, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα με τ’ αυτοκίνητο, που είδα την κόλαση». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω την κόλαση·
- ζω σε μια κόλαση, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, ζω σε μια κόλαση». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο, μαύρο σε μια κόλαση ζω ώσπου να σε ξαναβρώ
- κόλαση πυρός, πολύ δυνατή και σε μεγάλη έκταση πυρκαγιά: «το διυλιστήριο μεταβλήθηκε μετά την έκρηξη σε κόλαση πυρός»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, βλ. λ. παρέα·
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- όταν παγώσει η Κόλαση, ποτέ: «τα λεφτά που του δάνεισες, θα σου τα επιστρέψει όταν παγώσει η Κόλαση»·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή.