κοιτάζομαι κ. κοιτιέμαι, ρ. [<κοιτάζω]. 1. ελέγχω το πρόσωπό μου, το παρουσιαστικό μου στον καθρέφτη για να διαπιστώσω αν είμαι ευπαρουσίαστος: «όταν είναι να βγούμε έξω με τη γυναίκα μου, κάθεται με τις ώρες και κοιτιέται μπροστά στον καθρέφτη». 2. εξετάζομαι από κάποιο γιατρό για να διαπιστώσει αν πάσχω από κάτι: «πρέπει να πάω να κοιταχτώ σε κάποιο γιατρό, γιατί νιώθω φοβερή αδυναμία»·
- δεν πα(ς) να κοιταχτείς! (ενν. σε κάποιο γιατρό), βλ. φρ. δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! λ. γιατρός·
- δεν πα(ς) να κοιταχτείς στον καθρέφτη! βλ. λ. καθρέφτης·
- κοιτάζονται στα μάτια, βλ. λ. μάτι.