κόβω κ. κόφτω, ρ. [<ἔκοψα, αόρ. του αρχ. ρ. κόπτω], κόβω: «εδώ που κόφτω είναι καλά;». 1. διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιον ή με κάποιο κύκλο ανθρώπων: «μόλις έμαθα τι καπνό φουμάρει, έκοψα να τον κάνω παρέα για να ’χω ήσυχο το κεφάλι μου». 2. παραφυλάω, κρατώ τσίλιες: «εγώ θα μείνω στη γωνία να κόβω μην έρθει κανένας μπάτσος, κι εσείς κάντε ντου στο σπίτι». 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, στρίβω κάπου, μειώνω ταχύτητα. (Λαϊκό τραγούδι: τράβα τράβα τράβα καροτσέρη τράβα, και στο Καλαμάκι κόψε για ουζάκι). 4. βλέπω: «μόλις σήκωσα το βλέμμα μου απ’ την εφημερίδα που διάβαζα, κόβω τον τάδε που περνούσε απέναντι». 5. παρατηρώ κάποιον ή κάτι με προσοχή: «τον έκοβα μια ώρα απ’ τη γωνία για να δω τι θα κάνει». 6. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία ή την ποιότητα μετά από πρόχειρη εξέταση, κρίνω κάποιον ή κάτι: «για δες το, πώς το κόβεις, αξίζει τα λεφτά του; || απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, δεν τον έκοψα για ντόμπρο άνθρωπο και δεν είχα άδικο». 7. χτυπώ κάποιον: «του ’κοψα δυο μπάτσες κι ησύχασε || του ’κοψα μια κλοτσιά κι έφυγε». 8. σφάζω, εξού και η φρ. του καρπουζά όλα τα κόβω, όλα τα μαχαιρώνω, άλλη εκδοχή της φρ. όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, όταν είναι σίγουρος για την καλή ποιότητα των καρπουζιών του. 9. (για καθηγητές) απορρίπτω σε εξετάσεις κάποιον μαθητή ή σπουδαστή: «τον έκοψα στην ανατομία || τον έκοψα στα μαθηματικά». Συνών. κουτσουρεύω (3). 10. (γενικά) απορρίπτω: «τον έκοψαν στην οδήγηση || τον έκοψα από φίλο, γιατί αποδείχτηκε αχάριστος». 11. αφήνω έξω από ένα σύνολο κάποιον, ύστερα από μια διαδικασία επιλογής: «τον τάδε ποδοσφαιριστή τον έκοψαν απ’ τη δεκαεξάδα || τον τάδε πολιτευτή τον έκοψαν από υποψήφιο του κόμματος στις εκλογές που έρχονται». 12. πατώ κάποιον με το αυτοκίνητό μου ή άλλο τροχοφόρο: «πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά στις ρόδες μου και τον έκοψα το φουκαρά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υποφέρεται, κοντεύω να τα χάσω, που να την έκοβε το τραμ να ησυχάσω).13. γοητεύω κάποιον: «μόλις της έριξα μια ματιά, την έκοψα». (Τραγούδι: α κούμπα κούμπα κούμπα κούμπα τσέρο είν’ ένας κατεργάρης καμπαλέρο, έχει ένα μουστακάκι σαν ουρά από ποντικάκι ζηλευτό και τις κόβει όλες μ’ αυτό). 14. διακόπτω κάποια παροχή, σταματώ να προσφέρω: «του ’κοψαν το επίδομα οι γονείς του κι έχει βγει στη ζήτα». 15. διακόπτω, σταματώ να κάνω κάτι: «κάθε φορά που έχει εξετάσεις, κόβει τα γλέντια και το ρίχνει στο διάβασμα». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις στη ζωή σου να προκόψεις, τις τρέλες σου αυτές πρέπει πια να κόψεις). 16. (για επαγγελματικά αυτοκίνητα) αποσύρω από την κυκλοφορία, παύω να το χρησιμοποιώ ως επαγγελματικό: «έχω ένα ταξί, αλλά θα πάω να το κόψω, θα το χρησιμοποιήσω ως ιδιωτικό και θ’ αγοράσω για ταξί καινούριο». 17. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χωρίζω την τράπουλα σε δυο μέρη για να μοιράσω και να αρχίσει το παιχνίδι: «ποιος θα κόψει για να μοιράσω;». Συνών. σπάω (6). 18. στην προστακτ. αορ. κόψε, άφησε, σταμάτα, πάψε: «κόψε τις πολλές κουβέντες κι άκουσε αυτό που θα σου πω || κόψε, επιτέλους, τις ανοησίες || έγινες ολόκληρο παλικάρι, γι’ αυτό πρέπει να κόψεις τις βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα, αλλιώς θα πάρω πέτρα). 19α. στην προστακτ. κόβε! και κόψε! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) φύγε! εξαφανίσου! γκρεμοτσακίσου(!): «κόβε από δω, γιατί θα τις φας! || κόβε, γιατί έρχεται ο δοσατζής σου! || κόψε, γιατί έρχεται η αστυνομία!». (Λαϊκό τραγούδι: μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίψε, και άντε στο καλό). Συνών. δίνε του! / σπάνε! ή σπάσε! / στρίβε! ή στρίψε! β. (απειλητικά ή συμβουλευτικά) κόφ’ το! ή κόψ’ το! πάψε να μιλάς, σταμάτα να με ενοχλείς με την πολυλογία σου: «κόφ’ το, επιτέλους, γιατί δεν αντέχω άλλο!». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το πίτσι πίτσι πίτσι το ’χεις πρήξει το κορίτσι, άσ’ τα κόλπα, βρε Βαγγέλα, κόφ’ το, κάν’ την καραμέλα). Συνήθως η φρ. κλείνει με το είπα ή το λέμε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Ακολουθούν 254 φρ.)·
- αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει γίνει έξη), βλ. λ. πουτάνα·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει γίνει έξη), βλ. λ. παπάς·
- απ’ τον τοίχο θα τα κόψω; ή απ’ τον τοίχο να τα κόψω; (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. τοίχος·
- ας κόψουν το λαιμό τους, βλ. λ. λαιμός·
- για κόψε μούρη να θέλει και... ή για κόψε μούρη που θέλει και..., βλ. λ. μούρη·
- δε με κόφτει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά: «δε με κόφτει, αγόρι μου, τι θα κάνεις»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
- δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα, βλ. λ. γκλάβα·
- δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα, βλ. λ. κεφάλα·
- δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα, βλ. λ. κόκα2·
- δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα, βλ. λ. κούτρα·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. λ. νους·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό, βλ. λ. ξερό·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- δεν πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- δεν πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- δεν του κόβει (ενν. η γκλάβα του, το μυαλό του, το νιονιό του, το ξερό του), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφο: «πρέπει να του πεις πολλές φορές κάτι για να το καταλάβει, γιατί δεν του κόβει»·
- έκοψαν μαζί το νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. λ. νήμα·
- έκοψε η μαγιονέζα, βλ. λ. μαγιονέζα·
- έκοψε ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έκοψε τις φλέβες του, βλ. λ. φλέβα·
- έκοψε το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- έκοψε το κρύο, βλ. λ. κρύος·
- έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- έκοψε το χρώμα του, βλ. λ. χρώμα·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- η γλώσσα της κόβει και ράβει, βλ. λ. γλώσσα·
- η πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, βλ. λ. πίκρα·
- θα κόψω τις φλέβες μου, βλ. λ. φλέβα·
- θα κόψω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- θα κόψω το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- θα κόψω το σβέρκο μου, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου κόψω καμιά ή θα σου χώσω μια (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), θα σε χτυπήσω δυνατά με το χέρι. Λέγεται συνήθως από αγανάκτηση, και το χέρι κινείται ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο θέλει να δώσει κανείς το χτύπημα. Συνών. θα σου σφίξω καμιά ή θα σου σφίξω μια / θα σου χώσω καμιά ή θα σου χώσω μια·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. λ. χέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σου κόψω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου κόψω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θα σου κόψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- θα σου κόψω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου κόψω το χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- θα σου κόψω τον αφαλό, βλ. λ. αφαλός·
- θα σου κόψω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- θα σου τα κόψω (ενν. τα πόδια, τα χέρια) ή θα σου το κόψω (ενν. το πόδι, το χέρι) απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει σε απαγορευμένο μέρος, ή να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει: «αν ξαναπατήσεις σ’ αυτό το κέντρο, θα στα κόψω || αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο χωρίς να ξέρω, θα στο κόψω»·
- θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του, βλ. λ. αγάς·
- κόβε λάσπη! ή κόψε λάσπη! βλ. λ. λάσπη·
- κόβε ρόδα! ή κόψε ρόδα! βλ. λ. ρόδα·
- κόβει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- κόβει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- κόβει η κόκα του, βλ. λ. κόκα·
- κόβει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- κόβει η πουτάνα το γαμήσι; βλ. λ. πουτάνα·
- κόβει μπόι, (για ρούχα), βλ. λ. μπόι·
- κόβει ο νους του, βλ. λ. νους·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με το μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- κόβει την τρίχα στα δυο, βλ. λ. τρίχα·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβει το μάτι του, βλ. λ. μάτι·
- κόβει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- κόβει το νιονιό του, βλ. λ. νιονιό·
- κόβει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- κόβει το σπαθί του, βλ. λ. σπαθί·
- κόβουν τα δόντια του, βλ. λ. δόντι·
- κόβω αλισβερίσι (με κάποιον ή κάτι), βλ. λ. αλισβερίσι·
- κόβω ανάποδο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κόβω απ’ την παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κόβω βλαστήμιες, βλ. λ. βλαστήμια·
- κόβω βόλτες, βλ. λ. βόλτα·
- κόβω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- κόβω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- κόβω και ράβω, έχω την απόλυτη κυριαρχία σε μια επαγγελματική θέση ή σε ένα κύκλο εργασιών: «ο τάδε κόβει και ράβει μέσ’ στο εργοστάσιο»·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κόβω καρφιά, βλ. λ. καρφί·
- κόβω κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- κόβω κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
- κόβω κολοκυθοκορφάδες, βλ. λ. κολοκυθοκορφάδες·
- κόβω κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- κόβω λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- κόβω λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κόβω μάπα, βλ. λ. μάπα·
- κόβω μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- κόβω μονέδα, βλ. λ. μονέδα·
- κόβω μούρη, βλ. λ. μούρη·
- κόβω μούτρο, βλ. λ. μούτρο·
- κόβω παρά ή κόβω παράδες, βλ. λ. παράς·
- κόβω παρέα ή κόβω την παρέα μου (με κάποιον), βλ. λ. παρέα·
- κόβω παρτίδες, βλ. λ. παρτίδα·
- κόβω πρώτος το νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. λ. νήμα·
- κόβω ρόδα, βλ. λ. ρόδα·
- κόβω ρόδα μυρωμένα, βλ. λ. ρόδο·
- κόβω στη μέση (κάτι), βλ. λ. μέση·
- κόβω σχέση ή κόβω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- κόβω τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- κόβω τα πάρε δώσε (με κάποιον), παύω να έχω κοινωνικές σχέσεις με κάποιον: «απ’ τη μέρα που έμαθα τι κουμάσι είναι, έκοψα τα πάρε δώσε μαζί του»·
- κόβω τα χαρτιά ή κόβω το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- κόβω ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- κόβω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- κόβω τη βασιλόπιτα, βλ. λ. βασιλόπιτα·
- κόβω τη λιγούρα, βλ. λ. λιγούρα·
- κόβω τη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- κόβω την άδεια (κάποιου), βλ. λ. άδεια·
- κόβω την κορδέλα, βλ. λ. κορδέλα·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, βλ. λ. κουβέντα·
- κόβω την τράπουλα, βλ. λ. τράπουλα·
- κόβω τις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- κόβω τις γέφυρες (πίσω μου), βλ. λ. γέφυρα·
- κόβω τις φλέβες μου (για κάποιον), βλ. λ. φλέβα·
- κόβω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- κόβω το ηλεκτρικό, βλ. λ. ηλεκτρικό·
- κόβω το καρπούζι στη μέση, βλ. λ. καρπούζι·
- κόβω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβω το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- κόβω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κόβω το νερό, βλ. λ. νερό·
- κόβω το πιοτό, βλ. λ. πιοτό·
- κόβω το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- κόβω το σβέρκο μου, βλ. λ. σβέρκος·
- κόβω το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- κόβω (το) τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κόβω το τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- κόβω το φως, βλ. λ. φως·
- κόβω το χρήμα, (για κυβερνήσεις) βλ. λ. χρήμα·
- κόβω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- κόβω τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- κόβω φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- κόβω χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- κόφ’ την πλάκα! ή κόψ’ την πλάκα! βλ. λ. πλάκα·
- κόφ’ την πλάκα ή κόψ’ την πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κόφ’ το γαζί ή κόψ’ το γαζί, βλ. λ. γαζί·
- κόφ’ το για να μη στο κόψουν ή κόψ’ το για να μην στο κόψουν, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να πάψει να πίνει ή να καπνίζει, γιατί, αν συνεχίσει, θα του το κόψει κάποιος γιατρός, πράγμα που σημαίνει πως θα έχει πειραχτεί σοβαρά η υγεία του·
- κόψε άντρα! ή για κόψε έναν άντρα! βλ. λ. άντρας·
- κόψε κάτι, βλ. λ. κάτι·
- κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. μάπα·
- κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. μούρη·
- κόψε μούτρο και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. μούτρο·
- κόψε το ζουρνά, βλ. λ. ζουρνάς·
- κόψε το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- κόψε το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- κόψε το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- κόψε τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- κόψε τον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα, βλ. λ. φάτσα·
- μ’ έκοψε, α. με διέκοψε από αυτό που έκανα ή που ήμουν έτοιμος να κάνω: «ήρθε και μ’ έκοψε απ’ τη δουλειά  για να μου πει τον πόνο του || ήρθε και μ’ έκοψε ο βλάκας την ώρα που ήμουν έτοιμος να την πηδήξω». β. με είδε, με διέκρινε: «όσο κι αν προσπάθησα να μπερδευτώ μέσα στο πλήθος, κάποια στιγμή κατάλαβα πως μ’ έκοψε»·
- μ’ έκοψε (η) λόρδα, βλ. λ. λόρδα·
- μ’ έκοψε (η) πείνα, βλ. λ. πείνα·   
- μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, βλ. λ. ιδρώτας·
- μ’ έκοψε λιγούρα, βλ. λ. λιγούρα·
- μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μ’ έκοψε τα φτερά, βλ. λ. φτερό·
- με κόβει, είμαι έξυπνος, εφευρετικός, αντιλαμβάνομαι αμέσως πιο είναι το συμφέρον μου, αντιλαμβάνομαι αμέσως μια κατάσταση: «αν δε μ’ έκοβε, όπως λες, δε θα ’χα σήμερα τέτοια επιχείρηση || αν δε μ’ έκοβε να ειδοποιήσω εκ των προτέρων την παρέα μου, θα μ’ είχαν σακατέψει στο ξύλο»·
- με κόβει ή με κόφτει, με ενδιαφέρει: «και βέβαια με κόφτει τι θ’ απογίνει αυτό το παιδί, γιατί είναι ο γιος του φίλου μου»· βλ. και φρ. με κόφτει και με παρακόφτει·
- με κόβει η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- με κόβουν πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- με κόβουν τα παπούτσια μου, βλ. λ. παπούτσι·
- με κόφτει και με παρακόφτει, με ενδιαφέρει πάρα πολύ, απόλυτα: «με κόφτει και με παρακόφτει πώς συμπεριφέρεται αυτό το κορίτσι, γιατί είναι η κόρη τ’ αδερφού μου»·
- με κόφτει και με τσούζει, βλ. φρ. με κόφτει και με παρακόφτει·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μου κόβει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου κόβουν βεντούζες, βλ. λ. βεντούζα·
- μου ’κοψαν το νερό, βλ. λ. νερό·
- μου ’κοψαν το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου ’κοψαν το φως, βλ. λ. φως·
- μου ’κοψε τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου ’κοψε το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- να κόψεις την πρωινή, βλ. λ. πρωινός·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- να μου κόψεις τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- να πα(ς) να κόψεις τον  κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, βλ. λ. ράφτης·
- όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις πονάει, βλ. λ. δάχτυλο·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, βλ. λ.γλώσσα·
- περίδρομος να σε κόψει! βλ. λ. περίδρομος·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πού σε πονεί και πού σε κόφτει! βλ. συνηθέστ. πού σε πονεί και πού σε σφάζει! βλ. λ. πονώ·
- τα κόβω (ενν. τ’ αρχίδια μου), κατηγορηματική δήλωση άντρα πως αυτό που λέει είναι πέρα για πέρα σωστό ή πέρα για πέρα αληθινό, και είναι τόσο σίγουρος, που στοιχηματίζει τα αρχίδια του. Έκφραση που προσδίδει βεβαιότητα στα λεγόμενα κάποιου άντρα, γιατί είναι πολύ υποτιμητικό γι’ αυτόν να μείνει χωρίς αρχίδια·
- τα νύχια σου μην κόψεις, αν θέλεις να προκόψεις, βλ. λ. νύχι·
- την έκοψα με την πρώτη ματιά, βλ. λ. ματιά·
- τι με κόβει; ή τι με κόφτει; δηλώνει έλλειψη ενδιαφέροντος: «τι με κόφτει αν έρθει ή αν δεν έρθει ο τάδε;». Συνών. τι μ’ ενδιαφέρει; / τι με μέλει; / τι με νοιάζει(;)·
- το κόβω, α. (για τάβλι) προλαβαίνω να μαζέψω ένα από τα πούλια μου, ώστε να μη χάσω το παιχνίδι διπλό: «ευτυχώς, γιατί με τις εξάρες που έφερα πρόλαβα και το ’κοψα». β. (για ποτά ή τσιγάρα) παύω να πίνω, παύω να καπνίζω: «κάθε τόσο το κόβω για να κάνω αποτοξίνωση || πρέπει να το κόψω το άτιμο, γιατί με πείραξε στα πνευμόνια». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, ζωή σε λόγου μας, πάει κι ο Θοδωρής είναι γιατί το έκοψε κι απ’ την ταβέρνα ξέκοψε, τον χάσαμε νωρίς
- το κόβω μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), βλ. λ. μαχαίρι·
- το κόβω μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το κόβω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
- το κόβω ποδαράτο, βλ. λ. ποδαράτο·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι, βλ. λ. ξουράφι·
- τον έκοψα με την πρώτη, βλ. λ. πρώτος·
- τον έκοψα με την πρώτη ματιά, βλ. λ. ματιά·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον (την, το) κόβω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), στοιχηματίζω με μεγάλη σιγουριά, είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: «εγώ τον κόβω, αν δε γίνουν τα πράγματα όπως σας τα λέω». Η απόλυτη βεβαιότητα της έκφρασης, από το ότι είναι πολύ οδυνηρό και υποτιμητικό για έναν άντρα να μείνει χωρίς πούτσο·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον κόβω από δίπλα ή τον κόβω δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τόσο κόβει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσο κόβει το νιονιό του, βλ. λ. νιονιό·
- τόσο του κόφτει, βλ. λ. τόσος·
- του κόβει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι έξυπνο, εφευρετικό, αντιλαμβάνεται αμέσως ποιο είναι το συμφέρον του, αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση: «είναι άνθρωπος που του κόβει και δεν πελαγώνει με το παραμικρό || αν δεν ήταν άνθρωπος που του κόβει, θα είχε τόσο μεγάλη επιχείρηση;»·
- του κόβω κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- του κόβω τα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- του κόβω τα ήπατα, βλ. λ. ήπατα·
- του κόβω τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- του κόβω τα φτερά, βλ. λ. φτερό·
- του κόβω τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- του κόβω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κόβω τη φόρα, βλ. λ. φόρα·
- του κόβω τη χολή, βλ. λ. χολή·
- του κόβω την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- του κόβω την όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- του κόβω την τύχη, βλ. λ. τύχη·
- του κόβω το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- του κόβω το βήχα, βλ. λ. βήχας·
- του κόβω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του κόβω το νήμα της ζωής, βλ. λ. νήμα·
- του κόβω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- του κόβω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του ’κοψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’κοψα ένα μπάτσο ή του ’κοψα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’κοψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’κοψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’κοψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του ’κοψα μηνιάτικο, βλ. λ. μηνιάτικο·
- του ’κοψα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του ’κοψα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του ’κοψα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του ’κοψα μια μπουνιά, βλ. λ. μπουνιά·
- του ’κοψα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του ’κοψα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του ’κοψα μισθό, βλ. λ. μισθός·
- του ’κοψα την καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- του ’κοψα το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- του ’κοψα το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- του ’κοψα το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι.