κλωστή, η, ουσ. [<μτγν. κλωστή, θηλ. του μτγν. επιθ. κλωστός <κλώθω], η κλωστή. Υποκορ. κλωστίτσα κ. κλωστούλα, η·
- βρίσκω την άκρη της κλωστής, βλ. λ. άκρη·
- έσπασε η κλωστή, διακόπηκαν οι σχέσεις κάποιου ατόμου με κάποιον ή με ένα κύκλο ανθρώπων: «απ’ τη στιγμή που έσπασε η κλωστή, δεν έχω σκοπό να ξαναμπλέξω μαζί της || έσπασε η κλωστή μαζί τους, αγόρι μου, γιατί αυτοί ήταν λεφτάδες και δεν μπορούσα να τους παρακολουθήσω στα ολονύχτια γλέντια τους». (Τραγούδι: στο φαλιμέντο του κόσμου αυτού ο καβαλάρης εγώ τ’ ουρανού με τους ανθρώπους ζητάς επαφή μα έχει σπάσει κι αυτή η κλωστή
- η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή ή η ζωή μου κρέμεται σε μια κλωστή, βλ. λ. ζωή·
- κόπηκε η κλωστή, βλ. φρ. έσπασε η κλωστή·
- κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει, βλ. λ. παραμύθι·
- κρατώ τεντωμένη την κλωστή, (στη γλώσσα της αργκό) διατηρώ, καλλιεργώ τις σχέσεις μου με κάποιον ή με ένα κύκλο ανθρώπων: «κρατώ πάντα τεντωμένη την κλωστή μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μ’ έχει βοηθήσει σ’ όλες τις δύσκολες περιπτώσεις της ζωής μου»·
- κρέμομαι από μια κλωστή ή κρέμομαι σε μια κλωστή, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση, η όλη επιτυχία μου εξαρτάται από μια μικρολεπτομέρεια: «δε με παίρνει ύπνος τα βράδια, γιατί όλη μου η δουλειά κρέμεται από μια κλωστή»·
- όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή, βλ. λ. γριά·
- πέφτω στη μικρή κλωστή, (στη γλώσσα της αργκό) μένω χωρίς χρήματα, μένω απένταρος: «απ’ τη μέρα που έπεσε στη μικρή κλωστή, κατάλαβε ποιοι πραγματικά τον αγαπούσαν».