κλούβα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κλουβί], η κλούβα. 1. το αυτοκίνητο μεταφοράς καταδίκων και γενικά το αυτοκίνητο της αστυνομίας, με το οποίο μεταφέρονται στο αστυνομικό τμήμα όσοι συλλαμβάνονται ως ύποπτοι ή ταραξίες: «μέσα στην κλούβα ήταν στριμωγμένοι όσοι ύποπτοι είχαν συλληφθεί κατά την επιχείρηση της αστυνομίας || αντί να ’ναι η κλούβα γεμάτη από τους γνωστούς αγνώστους που είχαν προκαλέσει τα επεισόδια, ήταν από φοιτητές, που συμμετείχαν στην πορεία κατά της αμερικάνικης πρεσβείας». (Λαϊκό τραγούδι: η κλούβα γέμισε και χάθηκε κι απόψε, μα η γκαστρωμένη νύχτα πάλι θα γεννήσει, στην πόλη αυτή που τρώει τα νόθα της παιδιά ο τελευταίος από ’σας το φως ας πάει να κλείσει). 2. ημιφορτηγό αυτοκίνητο με κλειστή καρότσα: «φόρτωσε τα κιλίμια στην κλούβα κι έγινε καπνός». 3. μεγάλο καφάσι με το οποίο μεταφέρονται φρούτα και λαχανικά: «έστειλα εκατό κλούβες πορτοκάλια στο χοντρέμπορα». 4. εμπειρικός τρόπος μέτρησης ή αριθμητικού υπολογισμού: «έφερε μια κλούβα καρπούζια || πόσες κλούβες πορτοκάλια θέλεις;»·
- τους μάζεψε η κλούβα, τους συνέλαβε η αστυνομία: «στρίμωξαν τους αναρχικούς σε μια πλατειούλα και τους μάζεψε η κλούβα».