κλήρος, ο, ουσ. [<αρχ. κλῆρος], ο κλήρος· ο λαχνός που κληρώνεται και αυτή η ίδια η διαδικασία της κλήρωσης: «τι αριθμό είχε ο κλήρος που τράβηξες; || ποιος κέρδισε στον κλήρο που έγινε;»·
- βάζουμε στον κλήρο, βλ. φρ. ρίχνουμε τον κλήρο·
- βάζω στον κλήρο, κληρώνω κάτι για να δω ποιος θα το κερδίσει, κάνω κλήρωση: «έβαλε στον κλήρο ένα αυτοκίνητο και το κέρδισε ο τάδε»·
- μου ’λαχε ο κλήρος, βλ. φρ. μου ’πεσε ο κλήρος·
- μου ’πεσε ο κλήρος, μου ανατέθηκε από κάποιον ή κάποιους να προβώ σε μια ενέργεια, ή ύστερα από κλήρωση ή ψηφοφορία υποχρεώθηκα να κάνω κάτι που μου ήταν ανεπιθύμητο: «μου ’πεσε ο κλήρος να πληροφορήσω τον τάδε πως σκοτώθηκε ο γιος του || μου ’πεσε ο κλήρος να βάλω το δικό μου αυτοκίνητο για τη μεταφορά»· (Παιδικό τραγούδι: κι ο κλήρος πέφτει στο γενναίο που ήταν αταξίδευτος)· βλ. και φρ. μου ’πεσε στον κλήρο·
- μου ’πεσε στον κλήρο, κέρδισα κάτι ύστερα από κλήρωση: «αυτό τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις, μου ’πεσε στον κλήρο»·
- ρίχνουμε τον κλήρο, αποφασίζουμε κάτι με κλήρο, με κλήρωση: «ρίξαμε τον κλήρο για να δούμε ποιος θα πληρώσει τα έξοδα». (Παιδικό τραγούδι: και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί
- ρίχνω στον κλήρο, βλ. συνηθέστ. βάζω στον κλήρο·
- τραβώ τον κλήρο, παίρνω μέσα από την κληρωτίδα έναν λαχνό για να αναδείξω τον τυχερό σε κάποια κλήρωση: «ένας πιτσιρικάς τράβηξε τον κλήρο και τ’ αυτοκίνητο που κληρωνόταν το κέρδισε ο τάδε».