κλειστός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. κλειστός <κλείω], κλειστός. 1. που δε λειτουργεί: «το εργοστάσιο είναι κλειστό || το κατάστημα είναι κλειστό». 2. (για ρούχα) που έχει πολύ μικρό άνοιγμα, ιδίως προς το μέρος του λαιμού: «δε μ’ αρέσει αυτή η μπλούζα, γιατί είναι πολύ κλειστή στο λαιμό και νομίζω ότι με πνίγει». 3. (για μηχανές ή συσκευές) που δε βρίσκεται σε λειτουργία: «η τηλεόραση είναι κλειστή || το κομπιούτερ είναι κλειστό». Επίρρ. κλειστά. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. λ. στόμα·
- βρίσκω κλειστές πόρτες ή βρίσκω πόρτες κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
- βρίσκω την πόρτα του κλειστή ή βρίσκω τις πόρτες του κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
- διαβάζει κλειστό γράμμα ή κλειστό γράμμα διαβάζει, βλ. λ. γράμμα·
- είμαι κλειστά ή είμαστε κλειστά, δεν εργαζόμαστε, δε λειτουργούμε: «κάθε Κυριακή είμαστε κλειστά»·
- είμαι στις κλειστές μου, βλ. φρ. έχω τις κλειστές μου·
- είναι κλειστός ο ορίζοντας, βλ. λ. ορίζοντας·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω τις κλειστές μου, περνώ περίοδο άσχημης ψυχολογικής διάθεσης, δε θέλω να δω ή να μιλήσω σε κανέναν: «όταν έχω τις κλειστές μου, δεν έχω διάθεση για τίποτα»·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- κάνει κλειστή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κλειστή γρίλια, βλ. λ. γρίλια·
- κλειστή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- κλειστή λέσχη, βλ. λ. λέσχη·
- κλειστή πόρτα, (για τάβλι), βλ. λ. πόρτα·
- κλειστή στροφή, βλ. λ. στροφή·
- κλειστό επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
- κλειστός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- κλειστός γάμος, βλ. λ. γάμος·
- κλειστός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- κλειστός κύκλος, βλ. λ. κύκλος·
- κλειστός λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- κλειστός τύπος, βλ. λ. τύπος·
- κρατώ κλειστά τα φύλλα μου ή κρατώ τα φύλλα μου κλειστά, βλ. λ. φύλλο·
- κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου ή κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά, βλ. λ. χαρτί·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, βλ. λ. μάτι·
- όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
- παίζω με κλειστά φύλλα, βλ. λ. φύλλο·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίρνω κλειστά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή κλειστά, βλ. λ. στροφή·
- πίσω από κλειστές πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- τα ’χω κλειστά (ενν. τα λεφτά μου), έχω για τοκισμό κάποιο χρηματικό ποσό στην τράπεζα με προθεσμία: «δεν μπορώ να σου δανείσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί ό,τι έχω, τα ’χω κλειστά στην τράπεζα». Η φρ. πολλές φορές, προβάλλεται ως δικαιολογία από κάποιον, που δε θέλει να δώσει δανεικά χρήματα·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, βλ. λ. μάτι.