αλλαξοκωλιά, η, ουσ. [από τον αόρ. άλλαξα του ρ. αλλάζω + κώλος + κατάλ. -ιά]. 1α. η ανταλλαγή κώλων, η αλλαγή δηλ. του παθητικού και ενεργητικού ρόλου στις σεξουαλικές σχέσεις δυο ομοφυλόφιλων ανδρών: «γι’ αυτούς η αλλαξοκωλιά είναι συνηθισμένο πράγμα». β. κατ’ επέκταση, η στενή συνεργασία ανάμεσα σε δυο άντρες: «έκαναν ολόκληρη περιουσία με τις αλλαξοκωλιές τους». 2. (γενικά) η ανταλλαγή: «αυτός ο αναπτήρας είναι από αλλαξοκωλιά μ’ έναν φίλο μου»·
- κάνουν αλλαξοκωλιά ή κάνουν αλλαξοκωλιές, α. (για άντρες) αλλάζουν μεταξύ τους τον παθητικό και ενεργητικό ρόλο στις σεξουαλικές σχέσεις τους: «είναι πολύ γνωστό στην παρέα μας πως αυτοί οι δυο κάνουν αλλαξοκωλιά». β. κατ’ επέκταση, έχουν στενή συνεργασία μεταξύ τους: «να δεις που θα δώσει τη δουλειά στον άλλον γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, κάνουν αλλαξοκωλιές».