κλασέ, επίρρ. [από το κλάνω και μίμηση της γαλλικής γλώσσας]·
- μ’ έχει στο κλασέ, (στη νεοαργκό) βλ. συνηθέστ. μ’ έχει στο κλάσιμο, λ. κλάσιμο·
- με πέρασε στο κλασέ, (στη νεοαργκό και για τα δυο φύλα) δε δέχτηκε την πρότασή μου για σύναψη ερωτικού δεσμού, μου ’δωσε χυλόπιτα: «ήμουν σίγουρος πως θα δεχόταν να τα φτιάξουμε, αλλά με πέρασε στο κλασέ».