κλαρίνο, το, ουσ. [<ιταλ. clarino], το κλαρίνο. 1. ο οργανοπαίχτης που παίζει κλαρίνο: «ο τάδε είναι το πιο καλό κλαρίνο του χωριού μας». 2. ο στοματικός έρωτας: «έχω βρει μια γκόμενα, που τρελαίνεται για κλαρίνο». Από την εικόνα του οργανοπαίχτη, που φέρνει το κλαρίνο στο στόμα του για να παίξει και που παρομοιάζεται με το πέος. Για συνών. βλ. λ. πίπα.3. στον πλ. τα κλαρίνα, ορχήστρα από δημοτικά μουσικά όργανα, καθώς και τα κέντρα όπου εμφανίζονται τέτοιες ορχήστρες: «κάθε τόσο του αρέσει να διασκεδάζει στα κλαρίνα». Συνών. όργανα (7α)·
- κάνω κλαρίνο, (για άντρες) επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «αν δεν κάνω κλαρίνο, δεν ευχαριστιέμαι κρεβάτι»· (για γυναίκα) γλείφω, πιπιλώ το αντρικό σεξουαλικό όργανο: «όχι μόνο είναι δασκάλα στον έρωτα, αλλά κάνει και φανταστικό κλαρίνο». Για συνών. βλ. φρ. κάνω πίπα, λ. πίπα·
- μου ’γινε κλαρίνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), ήρθε σε κατάσταση τέλειας στύσης: «μόλις άρχισε να γδύνεται, μου ’γινε κλαρίνο»·
- στέκομαι κλαρίνο, α. στέκομαι σε στάση προσοχής μπροστά σε κάποιον ως ένδειξη σεβασμού ή υπακοής: «μπροστά στον πατέρα του στέκεται κλαρίνο». β. (στη γλώσσα του στρατού) στέκομαι σε στάση προσοχής αποδίδοντας τιμή σε ανώτερο, στέκομαι προσοχή: «την ώρα που περνούσε ο διοικητής, πεταχτήκαμε όλοι απ’ τις θέσεις μας και σταθήκαμε κλαρίνο»·
- της τον ( τη, το) δίνω κλαρίνο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «αν δεν της τον δώσω κλαρίνο, δεν ευχαριστιέμαι έρωτα». Για συνών. βλ. φρ. της τον (τη, το) δίνω πίπα, λ. πίπα·
- τον έχω κλαρίνο, τον έχω υποταγμένο ολοκληρωτικά: «όλους μέσα στο εργοστάσιο τους έχει κλαρίνο»·
- τον (την, το) παίρνει (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί) κλαρίνο, (ιδίως για γυναίκα) δέχεται το στοματικό έρωτα: «όχι μόνο κάνει καλό κρεβάτι αυτή η γυναίκα, αλλά τον παίρνει και κλαρίνο». Για συνών. βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει πίπα, λ. πίπα.