κιχ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.]. 1. λέξη που παραπέμπει στην ανθρώπινη φωνή, όταν αρθρώνει μια συλλαβή ή έναν ήχο. 2. ως επιφών. κιχ! (συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «ό,τι και ν’ ακούσεις, εσύ κιχ!». Συνών. άχνα! / λέξη! / μιλιά! / τσιμουδιά! (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- δε βγάζω κιχ, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερός μου, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω κιχ». Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «όταν δεν έχω δίκιο, ότι και να μου πουν, δε βγάζω κιχ». γ. κρύβομαι, ιδίως από ντροπή ή φόβο, και συγκρατώ, όσο μπορώ, την αναπνοή μου για να μη γίνω αντιληπτός: «κρύφτηκα σε μια γωνιά και δεν έβγαζα κιχ μέχρι να περάσει ο κίνδυνος». δ. δε λέω απολύτωςτίποτα, μένω άφωνος: «όταν δεν μπορώ να δικαιολογηθώ, δε βγάζω κιχ». Συνών. δε βγάζω άχνα / δε βγάζω μιλιά / δε βγάζω τσιμουδιά·
- δε θα βγάλεις κιχ, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «δε θα βγάλεις κιχ, αν δε σου πω εγώ να μιλήσεις». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις μιλιά / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θέλω κιχ, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όσο θα λείπω από την αίθουσα, δε θέλω κιχ». Συνών. δε θέλω άχνα / δε θέλω τσικ·
- δεν ακούγεται κιχ, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν κοιμάται ο πατέρας, στο σπίτι δεν ακούγεται κιχ». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν ακούς κιχ, βλ. φρ. δεν ακούγεται κιχ·
- δεν έβγαλε κιχ ή δεν μπόρεσε να βγάλει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν μπόρεσε να κάνει κιχ·
- δεν έβγαλε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ·
- δεν είπε κιχ ή δεν μπόρεσε να πει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν μπόρεσε να κάνει κιχ·
- δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ·
- δεν έκανε κιχ ή δεν μπόρεσε να κάνει κιχ, δεν τόλμησε να πει τίποτα από ντροπή, φόβο ή από τα ατράνταχτα επιχειρήματα που του πρόβαλε κάποιος: «μόλις τον ξεμπρόστιασε ο άλλος, αυτός δεν μπόρεσε να κάνει κιχ || μόλις αγρίεψε ο άλλος, δεν έκανε κιχ ο δικός σου»·
- δεν έκανε κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ, α. σκοτώθηκε ακαριαία: «έπεσε με τέτοια φόρα με τ’ αυτοκίνητό του πάνω στο δέντρο, που δεν πρόλαβε να κάνει κιχ». Συνών. δεν έβγαλε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ / δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ. β. αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να αντιδράσει: «του είπα πρώτα ό,τι ήθελα να του πω και, πριν προλάβει να κάνει κιχ, είχα ήδη εξαφανιστεί»·
- κάνω κιχ μιχ, κάνω πως δε θέλω, κάνω νάζια, προσποιούμαι πως διστάζω: «αφού ξέρω πως θέλεις να ’ρθεις κι εσύ μαζί μας, πάψε λοιπόν να κάνεις κιχ μιχ!»·
- μη βγάλεις κιχ! ή να μη βγάλεις κιχ! βλ. φρ. δε θα βγάλεις κιχ·
- μην ακούσω κιχ! ή να μην ακούσω κιχ! βλ. φρ. δε θα βγάλεις κιχ.