κινούμαι,
ρ. [<κινώ],
κινούμαι. 1. δραστηριοποιούμαι, ενεργοποιούμαι: «πρέπει να κινηθούμε
όλοι να τον γλιτώσουμε απ’ τον κατήφορο που πήρε». 2. έχω ικανοποιητικές
εμπορικές συναλλαγές: «δεν ξέρω αν έχετε εσείς δουλειά, πάντως εγώ κινούμαι». 3.
στο γ΄ πρόσ. κινείται, (για καταναλωτικά προϊόντα) έχει αγοραστική
ζήτηση: «πώς πάει το νέο είδος που έριξες στην αγορά, κινείται καθόλου; ||
δυστυχώς, δεν κινείται το νέο είδος που έριξα στην αγορά». Συνών. αγοράζεται
/ ζητιέται / τραβιέται (7β)·
- δεν
κινείται η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- δεν
κινείται φύλλο, βλ. συνηθέστ. δεν κουνιέται φύλλο, λ. φύλλο·
- δεν
κινούμαι, α. δε δραστηριοποιούμαι, αδρανώ: «αφού κανείς σας δεν
κινείται, πώς θέλετε να πάει μπροστά η δουλειά;». β. κάνω καθιστική
εργασία, καθιστική ζωή: «πρέπει ν’ αρχίσω να κάνω γυμναστική, γιατί όλη τη μέρα
στο γραφείο δεν κινούμαι»·
- κινείται
η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κινείται
σαν σβούρα ή κινείται σαν τη σβούρα, βλ. λ. σβούρα·
- κινείται
σαν χελώνα ή κινείται σαν τη χελώνα·
-
κινείται σαν κάβουρας ή
κινείται σαν τον κάβουρα, βλ. λ. κάβουρας·
- κινείται
στη σκιά, βλ. λ. σκιά·
- κινείται
υπογείως, βλ. λ. υπόγειος·
- ό,τι
κινείται, πυροβολείται, βλ. λ. πυροβολώ.