κινηματογράφος ή κινηματόγραφος, ο, ουσ. [<γαλλ. cinematographe <ελλ. κίνημα + γράφω], ο κινηματογράφος·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. φρ. αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! λ. έργο·
- βουβός κινηματογράφος, λέγεται για τις ταινίες εκείνες στις οποίες δεν υπήρχε ήχος: «ο περίφημος Σαρλώ ξεκίνησε από την εποχή του βουβού κινηματογράφου». Πρβλ.: σάμπως σε βουβή ταινία, μια πολιτεία χοροπηδά, δρόμοι, ανθρωπάκια και γραφεία, πολυκατοικίες και κουρσάκια ιδιωτικά (Τραγούδι).