αλιάδα, η κ. λιάδα, η, ουσ. [<ιταλ. agliata <λατιν. allium (= σκόρδο)], η σκορδαλιά. 1. ο πολτός: «χτύπησε με τέτοια δύναμη το κεφάλι του στον τοίχο, που το ’κανε αλιάδα». 2. σε θέση επιρρ., στουπί στο μεθύσι από υπερβολική κατανάλωση ποτών ή ναρκωτικών·
- γίνομαι αλιάδα, βλ. φρ. γίνομαι λιάδα, λ. λιάδα·
- είμαι αλιάδα, βλ. φρ. είμαι λιάδα, λ. λιάδα·
- τα κάνω αλιάδα, βλ. φρ. τα κάνω λιάδα, λ. λιάδα·
- τον κάνω αλιάδα, βλ. φρ. τον κάνω λιάδα, λ. λιάδα.