κεραμίδι, το, ουσ. [<μσν. κεραμίδιν <μτγν. κεραμίδιον, υποκορ. του αρχ. κεραμίς], το κεραμίδι. 1. το σπίτι: «το κεραμίδι είναι απαραίτητο για να παντρευτεί σήμερα ένα ζευγάρι». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το γείσο του πηλικίου καθώς και της τραγιάσκας: «έπιασε την τραγιάσκα του απ’ το κεραμίδι της και την ανέμισε στον αέρα». Από παρομοίωση του γείσου του πηλικίου ή της τραγιάσκας με το κεραμίδι που προεξέχει από την άκρη της στέγης. (Λαϊκό τραγούδι: από μικρός στον Πειραιά στο κεραμίδι και στο μύδι ούτε και σπίτι απόχτησες ούτε και κεραμίδι), λογοπαίγνιο που γίνεται ανάμεσα στο κεραμίδι (= σπίτι) με το κεραμίδι (= γείσο), ενώ η αναφορά στο μύδι πρόκειται για εμπόριο θαλασσινών. 3. στον πλ. τα κεραμίδια, στέγη από κεραμίδια: «πρέπει να φωνάξω έναν μάστορα, γιατί αρκετά από τα κεραμίδια είναι σπασμένα»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω δικό μου κεραμίδι, είμαι ιδιοκτήτης σπιτιού: «ευτυχώς που έχω δικό μου κεραμίδι και γλίτωσα απ’ τα νοίκια»·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! βλ. λ. Θεός·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- ο πηλός αν δε δαρθεί, κεραμίδι δε γίνεται, χωρίς κόπο και φροντίδα δεν πετυχαίνουμε στο σκοπό μας: «πρέπει να κοπιάσεις για να πετύχεις στη ζωή σου γιατί, ο πηλός αν δε δαρθεί, κεραμίδι δε γίνεται»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
- στάζουν τα κεραμίδια, (στη γλώσσα της αργκό) πάσχω από βλεννόρροια: «πώς να μη στάζουν τα κεραμίδια μ’ αυτές τις άπλυτες που γυρνάς κάθε τόσο;»·
- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια! αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι πράγμα αυτονόητο, αυταπόδεικτο, δε χρειάζεται και καμιά σπουδαία σκέψη για να καταλάβει κανείς περί τίνος πρόκειται·
- τρέχει το κεραμίδι, (στη γλώσσα της αργκό) περνώ μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, μεγάλες φτώχειες: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε ένα ευρώ, φίλε μου, γιατί, απ’ τη μέρα που ’πεσαν έξω οι δουλειές μου, τρέχει το κεραμίδι». (Λαϊκό τραγούδι: τόσες μήνες λαχταρούσα να σε δω· μα δεν μπορούσα. Ήρθες τώρα π’ άρχισε να βρέχει και το κεραμίδι τρέχει). Από την εικόνα του ατόμου που είναι τόσο φτωχό, που δεν έχει τη δυνατότητα να επισκευάσει τα κεραμίδια της στέγης του σπιτιού του.