κεραμιδαριό, το, ουσ. [<κεραμίδι + κατάλ. -αριό], εργαστήριο κατασκευής κεραμιδιών, το κεραμοποιείο·
- έγιναν όλα κεραμιδαριό, έγιναν όλα άνω κάτω, καταστράφηκαν τα πάντα, έγιναν όλα  θρύψαλα: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που έγιναν όλα κεραμιδαριό»·
- έγινε κεραμιδαριό, (για δουλειές ή επιχειρήσεις) απέτυχε εντελώς, καταστράφηκε: «έλειψε λίγο καιρό απ’ τη δουλειά κι έγινε κεραμιδαριό»·
- τα κάνω όλα κεραμιδαριό, α. σπάζω, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, από μεγάλο κέφι ή μεγάλο θυμό: «πάνω στο κέφι τους τα ’καναν όλα κεραμιδαριό || μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί και τα ’κανε όλα κεραμιδαριό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε φέρτε ούζο και κρασί, άντε πιες Μαρίτσα μου και συ, κάν’ τα όλα κεραμιδαριό, ε ρε πω πω πω, ε ρε πω πω πω!).β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) αποτυγχάνω εντελώς, την καταστρέφω, τη χρεοκοπώ: «μόλις ανέλαβε το εργοστάσιο, τα ’κανε όλα κεραμιδαριό». Από την εικόνα των πολλών σπασμένων κεραμιδιών που υπάρχουν πεταμένα στο χώρο του κεραμιδαριού.