κελεπούρι, το, ουσ. [<τουρκ. kelepir]. 1. κάθε αντικείμενο καλής ποιότητας που το ανακαλύπτουμε ανέλπιστα και το αποκτούμε σε πολύ συμφέρουσα τιμή: «βρήκα ένα ρολόι κελεπούρι και τ’ αγόρασα αμέσως». 2. ανέλπιστη γνωριμία με ωραία γυναίκα, που εξελίχθηκε σε δεσμό: «μου ’τυχε ένα κελεπούρι στο πάρτι της ξαδέρφης μου, που ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω!». 3. άτομο που, χωρίς να το περιμένουμε, έχει ξεχωριστές ικανότητες: «πέτυχα έναν υπάλληλο, σωστό κελεπούρι, γιατί έχει αυξήσει τις πωλήσεις του μαγαζιού στο διπλάσιο». 4. (ειρωνικά) ασήμαντο ή άχρηστο αντικείμενο: «πού πήγες και το βρήκες αυτό το κελεπούρι!». 5. (ειρωνικά) πανάκριβο εμπόρευμα χωρίς αντίστοιχη αξία ή ποιότητα: «πήγε κι έδωσε ένα σωρό λεφτά γι’ αυτό το κελεπούρι!». 6. (ειρωνικά) άνθρωπος αμφίβολης ηθικής αξίας: «δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που τη συνοδεύει, αλλά φαίνεται κελεπούρι».