καυλί, το, ουσ. [<αρχ. καυλίον, υποκορ. του καυλός], η βάλανος του πέους και κατ’ επέκταση, το πέος, ο πούτσος: «έχει ένα καυλί μισό μέτρο!»· το καυλιτζέκι (βλ. λ.)·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το καυλί του, βλ. λ. κόσμος·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- καυλί μου ραβδί μου, βλ. συνηθέστ. ψωλή μου ραβδί μου, λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- ξεπετιέται σαν καυλί (στη μέση) ή ξεπετιέται σαν το καυλί (στη μέση), βλ. φρ. πετιέται σαν καυλί (στη μέση)·
- πετιέται σαν καυλί (στη μέση) ή πετιέται σαν το καυλί (στη μέση)  βλ. συνηθέστ. πετιέται σαν ψωλή (στη μέση), λ. ψωλή·
- στο καυλί μας! ή στο καυλί μου! δε με μέλει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν πάμε εκεί που θέλω εγώ, τότε θα φύγω. -Στο καυλί μας! || στο καυλί μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει ο τάδε». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να πέφτει κάθετα με την κόψη της και δείχνει το σημείο εκείνο του σώματος, όπου υπάρχει το καυλί. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. στην ψωλή μας! ή στην ψωλή μου! / στον πούτσο μας! ή στον πούτσο μου(!)·
- τα γράφω όλα στο καυλί μου ή τα έχω γραμμένα όλα στο καυλί μου, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγινε σήμερα η ζωή μας, τα γράφω όλα στο καυλί μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον γράφω στο καυλί μου ή τον έχω γραμμένο στο καυλί μου, δεν τον υπολογίζω καθόλου, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω γραμμένο στο καυλί μου». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι.