καύλα, η, ουσ. [<καυλώνω]. 1. η στύση: «πω πω, τι καύλα είν’ αυτή ρε!» και συνήθως στον πλ. οι καύλες, έντονη επιθυμία για συνουσία, για ερωτική επαφή: «όταν έχει καύλες, μπορεί να πηδήξει και γριά εκατό χρονών! || έχω τέτοιες καύλες, που, αν δεν πάω με γυναίκα, θα τρελαθώ!». Πρβλ.: όταν σε χτυπήσει η καύλα στο κεφάλι, καλύτερα η μαλακία παρά η τρέλα (Ντ. Χριστιανόπουλος). 2. οτιδήποτε είναι πολύ ωραίο και μας προξενεί μεγάλο ενθουσιασμό: «είναι πολύ καύλα αυτό τ’ αμάξι || είναι πολύ καύλα αυτό το φαγητό || αυτή η γκόμενα είναι σκέτη καύλα». 3. ξαφνική και έντονη επιθυμία για κάτι που, τις πιο πολλές φορές, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί: «τώρα που κοντεύει να ξημερώσει τον έπιασε η καύλα για τα μπουζούκια! || τώρα τον έπιασε η καύλα για χορό, που έκλεισαν όλες οι ντίσκο!»·
- για καύλα ή για καύλα μου ή για την καύλα μου, μόνο και μόνο για την προσωπική μου ευχαρίστηση: «ό,τι κι αν κάνω, το κάνω για την καύλα μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι. Τις φορές που λέγεται με επιθετική διάθεση, η φρ. κλείνει με το εσένα τι σε κόφτει ή το εσένα τι σε νοιάζει ή με το εσύ τι ενδιαφέρεσαι για να σε συνεχίσει πολλές φορές με το δικηγόρο σε βάλαμε; ή με το δικηγόρο σε βάλανε; Συνών. για γούστο ή για γούστο μου ή για το γούστο μου / για κέφι ή για κέφι μου ή για το κέφι μου·
- έχει καύλα με…, έχει μανία, τρέλα με…: «έχει καύλα με το υποβρύχιο ψάρεμα || έχει καύλα με το ποδόσφαιρο || έχει καύλα με το μπάσκετ || έχει καύλα με τις εκδρομές»·
- καθένας με την καύλα του, λέγεται με αρνητική διάθεση για κάποιον ή κάποιους που, ενώ την κοινωνία την απασχολούν σοβαρά προβλήματα αυτός ή αυτοί αδιαφορούν και ασχολούνται αποκλειστικά με πράγματα της αρεσκείας τους: «εδώ δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, όμως καθένας με την καύλα του, σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Συνών. καθένας με το γούστο του / καθένας με το κέφι του·
- καύλα μου, έτσι θέλω, έτσι μου αρέσει, έτσι με ευχαριστεί: «καύλα μου να ξενυχτώ στα μπαράκια». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εσένα ο κώλος σου πονάει; Συνών. γούστο μου / κέφι μου·
- τελεία και καύλα, δηλώνει ειρωνικά ή με περιπαικτική διάθεση το τελεία και παύλα, βλ. λ. τελεία.