κατσίβελος, ο, πλ. κατσίβελοι κ. κατσιβέλοι, οι,  θηλ. κατσιβέλα, η, ουσ. [<ιταλ. cattivello (= σκλάβος, δυστυχής) ή βλάχ. cacivel <λατιν. captivellus]. 1. ο γύφτος, ο τσιγγάνος. (Λαϊκό τραγούδι: έλα έλα, έλα έλα, όμορφή μου κατσιβέλα, όμορφή μου κατσιβέλα, είσαι μούρλια, είσαι τρέλα). 2. αυτός που είναι πολύ μελαχρινός: «όλο το καλοκαίρι μπάνια και ηλιοθεραπεία, ήρθα κι έγινα σαν κατσίβελος». 3. αυτός που είναι πολύ βρομιάρης, ο ρυπαρός: «μόλις βλέπουν να ’ρχεται αυτός ο κατσίβελος, κλείνουν όλοι επιδεικτικά τις μύτες τους». 4. ο αναξιόπιστος, ο μικροπρεπής: «θα μπορούσες να εμπιστευτείς εσύ έναν τέτοιο κατσίβελο;». 5. ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος: «περίμενε μια ώρα ο κατσίβελος για να πάρει δέκα λεπτά ρέστα»·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, α. λέγεται για άτομο που υποκρίνεται το ευτυχισμένο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δυστυχισμένο. β. λέγεται για άτομο που υποκρίνεται τον καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι το εντελώς αντίθετο. γ. λέγεται για άτομο που, αν και είναι όμορφο, εντούτοις, έχει κακά αισθήματα. δ. λέγεται ειρωνικά για άτομο που, παρόλη τη φτώχεια του, ενδιαφέρεται συστηματικά για την καλή εξωτερική του εμφάνιση. ε. (γενικά) λέγεται για κάθε κακό πράγμα που εμφανίζεται εξωτερικά ωραίο, ελκυστικό, αλλά με εντελώς αντίθετο περιεχόμενο. Συνών. απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα / απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα· βλ. και φρ. ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, λ. κουκουβάγια.