κατράμι κ. κατράνι, το, ουσ. [<ιταλ. catrame <τουρκ. katran], η ρευστή πίσσα·
- έγινε μαύρος κατράμι ή έγινε μαύρος σαν κατράμι ή έγινε μαύρος σαν το κατράμι, η επιδερμίδα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, μαύρισε πάρα πολύ, ιδίως κάτω από την επίδραση του ήλιου: «αν τον δεις, δε θα τον αναγνωρίσεις, γιατί όλο το καλοκαίρι δεν ξεκόλλησε απ’ την αμμουδιά κι έγινε μαύρος κατράμι»·
- έγινε σαν κατράμι ή έγινε σαν το κατράμι, βλ. φρ. έγινε μαύρος κατράμι·
- είναι μαύρος κατράμι ή είναι μαύρος σαν κατράμι ή είναι μαύρος σαν το κατράμι, είναι πολύ μελαχρινός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι μαύρος σαν κατράμι». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μαύρο σαν κατράμι, μάνα μου το ριζικό μας. Όπως εγώ δεν εγνώρισα πατέρα στη ζωή μου και τ’ άμοιρο παιδί μου
- είναι σαν κατράμι ή είναι σαν το κατράμι, βλ. φρ. είναι μαύρος κατράμι·
- νύχτα κατράμι, πολύ σκοτεινή νύχτα: «ήταν νύχτα κατράμι και δεν μπορούσες να δεις ούτε τη μύτη σου».