αληθινός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ἀληθινός], αληθινός. 1. που δεν είναι ψεύτικος, που είναι γνήσιος: «αληθινό διαμάντι». 2. που είναι ειλικρινής: «αληθινή αγάπη». Επίρρ. αληθινά, αλήθεια, πραγματικά, ειλικρινά, γνήσια: «πίστεψέ με, σου μιλώ αληθινά». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- βγαίνω αληθινός, αποδεικνύονται στην πορεία των πραγμάτων όλα όσα είχα πει πριν από καιρό: «δυστυχώς βγήκα αληθινός πως ο τάδε είναι απατεώνας || μόνον εγώ βγήκα αληθινός πως θα έπεφτε έξω η δουλειά»·
- δείχνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δείχνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- ίδωμεν το φως το αληθινό(ν), βλ. λ. φως·
- κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- κρύβω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- στ’ αληθινά, πραγματικά, ειλικρινά, γνήσια: «στ’ αληθινά σου μιλάω πως, αν κάνεις φασαρία θα σε δείρω». (Λαϊκό τραγούδι: η κοινωνία με κατακρίνει μ’ έχει αδικήσει στ’ αληθινά και το κορμί μου στιγμή δεν παύει να τυραννιέται και να πονά
- φανερώνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- φανερώνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- φάνηκε ο αληθινός μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- φάνηκε το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο.