κατής κ. καδής, ο, ουσ. [<τουρκ. kadi (= Τούρκος δικαστής, που δίκαζε παλιότερα οικογενειακές υποθέσεις με βάση το ισλαμικό δίκαιο)], ο δικαστής: «είναι πάντα τυπικός στις υποχρεώσεις του, γιατί φοβάται τον κατή όπως ο διάβολος το λιβάνι». (Λαϊκό τραγούδι: και στον κατή, στον δικαστή, τους στείλανε για προσευχή
- αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας (πα’) να κριθείς; θέλει να τονίσει το δίκαιο του ισχυροτέρου, και πιο συγκεκριμένα θέλει να μας τονίσει πως σε μια διαμάχη ο λόγος του ατόμου που κατέχει ένα δημόσιο αξίωμα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιον άλλον που δεν ανήκει στο δημόσιο: «δεν μπορείς , αγόρι μου, να τα βάλεις με το διευθυντή της εφορίας, γιατί αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πα’ να κριθείς;».