καταστροφή, η, ουσ. [<αρχ. καταστροφή], η καταστροφή· μεγάλη ζημιά, φθορά, βλάβη, χρεοκοπία, συμφορά, αφανισμός: «η καταστροφή που έγινε στη σοδειά είναι ανυπολόγιστη || η ανυπαρξία ενδιαφέροντος εκ μέρους του οδήγησε την επιχείρηση στην καταστροφή || η καταστροφή της Σμύρνης». (Λαϊκό τραγούδι: γεννήθηκε για την καταστροφή και ήρθες να γκρεμίσεις μια ζωή
- βρίσκομαι στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- είμαι στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- είναι σκέτη καταστροφή, έχει την τάση να κάνει ζημιές, είναι ζημιάρης: «μάζεψε τις πορσελάνες και τα κρύσταλλα απ’ το σαλόνι σου, γιατί θα ’ρθει ο τάδε φίλος μου απόψε, που είναι σκέτη καταστροφή»· 
- τον φέρνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- φέρνει την καταστροφή, παρουσιάζει μια κατάσταση ως εξαιρετικά δύσκολη, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι: «με την παραμικρή δυσκολία που συναντάει, φέρνει την καταστροφή». Συνών. φέρνει τον κατακλυσμό·
- φτάνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος.