καταπέλτης,
ο, ουσ.
[<αρχ. καταπέλτης <καταπάλλω], ο καταπέλτης· λόγος ή ενέργεια που
λειτουργούν ακαριαία και έχουν αρνητική επίπτωση, είναι οδυνηρά, πολύ σκληρά
για κάποιον: «η ομιλία του ήταν καταπέλτης για όλους όσοι αισχροκερδούν σε
βάρος του κοσμάκη || η απόφαση του δικαστηρίου ήταν καταπέλτης για τον
κατηγορούμενο»·
- μου
’ρθε καταπέλτης, α. ένιωσα ξαφνικά οδυνηρή έκπληξη, ιδίως από λόγο ή
ενέργεια κάποιου σε βάρος μου: «όταν τον άκουσα να λέει μπροστά στον κόσμο πως
είμαι απατεώνας, μου ’ρθε καταπέλτης». β. βρέθηκα μπροστά σε ανέλπιστη
ατυχία, σε ανέλπιστη δυσκολία: «η πτώση του χρηματιστηρίου μου ’ρθε
καταπέλτης». Αναφορά στην εκτοξευτική μηχανή της αρχαίας εποχής. Συνών. μου
’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι / μου ’ρθε μπαλτάς.