κατακάθι, το, ουσ. [<κατακαθίζω], το κατακάθι. 1. άνθρωπος χαμηλής ηθικής υπόστασης, άνθρωπος τιποτένιος, χυδαίος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό το κατακάθι!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ του κόσμου κατακάθι με φανταράκια για πελάτες μου σωρό σου ’πα να σβήσουμε τα λάθη και να τραβήξουμε τον ίδιο το ντορό).2. το συναίσθημα που απομένει στην ψυχή του ανθρώπου, ιδίως μετά από κάποια δυσάρεστη εμπειρία: «έμεινε βαθιά μέσα του το κατακάθι της προδοσίας»·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- κατακάθι της κοινωνίας, άνθρωπος άθλιος, ελεεινός, χυδαίος, κάθαρμα, το απόβρασμα της κοινωνίας: «δεν κάνει κανείς παρέα μ’ αυτό το κατακάθι της κοινωνίας || δεν πηγαίνει κανείς σε κείνο το μαγαζί, γιατί μαζεύονται όλα τα κατακάθια της κοινωνίας».