αλεπουδόπουλος, ο, ουσ. [<αλεπού + κατάλ. -δόπουλος], κατά το πουλόπουλος(βλ. λ.)·
- γίνομαι αλεπουδόπουλος, βλ. φρ. την κάνω αλεπουδόπουλος·
- την κάνω αλεπουδόπουλος, φεύγω από κάπου χωρίς να με πάρει κανείς είδηση, γιατί κρίνω πως η παρουσία μου θα αποβεί σε βάρος μου: «μόλις άρχισαν να ζητούν τις ταυτότητες για εξακρίβωση στοιχείων, την έκανα αλεπουδόπουλος».