καταβολή, η, ουσ. [<αρχ. καταβολή], η καταβολή·
- από καταβολής κόσμου, από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου και, κατ’ επέκταση, από πάρα πολύ παλιά, από ανέκαθεν: «οι αρρώστιες ταλαιπωρούν τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου || αυτά που σου λέω ισχύουν από καταβολής κόσμου || έχει κι αυτός ένα αυτοκινητάκι από καταβολής κόσμου και μας κοκορεύεται!». Συνών. από κτίσεως κόσμου· βλ. και φρ. απ’ τον καιρό του Νώε, λ. καιρός.