κασέτα, η, ουσ. [<ιταλ. cassetta], η κασέτα·
- βάζω πάλι την κασέτα, αρχίζω να λέω ξανά από την αρχή τα ίδια πράγματα, επαναλαμβάνω στερεότυπα τα ίδια πράγματα: «αμάν, ρε παιδάκι μου, γιατί του απηύθυνες το λόγο; Έβαλε πάλι την κασέτα και μας λέει πράγματα που μας τα έχει πει χίλιες φορές!». Από το ότι η κασέτα του μαγνητοφώνου επαναλαμβάνει συνεχώς αυτά που έχει γραμμένα.