καρφωτός, -ή, -ό, επίθ. [<καρφώνω + κατάλ. -τός], καρφωτός. 1. που έχει καρφωθεί, προδοθεί, καταδοθεί από κάποιον: «για να τον βρουν στο μέρος που κρυβότανε, πάει να πει πως είναι καρφωτός από κάποιον». 2. το θηλ. ως ουσ. η καρφωτή (βλ. λ.). Επίρρ. καρφωτά·
- ήρθε καρφωτός, ήρθε με ταχύτητα κατ’ ευθείαν στον προορισμό του: «μόλις έμαθε πως ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο μπαράκι, ήρθε κι αυτός καρφωτός»·
- μένω καρφωτός, βλ. συνηθέστ. μένω καρφωμένος·
- πήγε καρφωτός, α. πήγε με ταχύτητα κατ’ ευθείαν στο στόχο του ή στον προορισμό του: «μόλις έμαθε πως γίνονταν πληρωμές, πήγε καρφωτός στον ταμία». β. προσέκρουσε βίαια κάπου και σκοτώθηκε ή έπαθε μεγάλη σωματική βλάβη: «έτρεχε μεθυσμένος με τ’ αυτοκίνητό του και πήγε καρφωτός πάνω στην κολόνα». γ. (στη γλώσσα της αργκό) τον συνέλαβαν με προδοσία, με κατάδοση: «ένας είχε μείνει απ’ τη σπείρα τους, αλλά κι αυτός στο τέλος πήγε καρφωτός».