καρπαζιά κ. καρπαζά, η, ουσ. [άγν. ετυμολ. ίσως από το τουρκ. karapazi (= είδηση)]. 1. χτύπημα στο σβέρκο ή γενικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού με την παλάμη: «μόλις έφαγε την καρπαζιά, σταμάτησε να λέει βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: τι άλλο θέλεις να σου πω, μάσε τις καρπαζές σου και πες του μάγκα σου να ’ρθει να φάει και τις δικές του). 2. χτύπημα της ζωής, της μοίρας: «έφαγε πολλές καρπαζιές στη ζωή του, αλλά δεν το ’βαλε κάτω». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι για καρπαζιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού ενοχλεί συστηματικά την κόρη σου, είναι για καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- είναι της καρπαζιάς, είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, όλοι το εμπαίζουν και το υποτιμούν: «κανείς δεν τον θέλει στην παρέα του, γιατί είναι της καρπαζιάς»·
- έφαγε καρπαζιές ή έφαγε τις καρπαζιές του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «μάλωσε με τον τάδε κι έφαγε καρπαζιές || πήγε να κουνηθεί στον τάδε κι έφαγε τις καρπαζιές του». Για συνών. βλ. φρ. έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- θέλει καρπαζιές ή θέλει τις καρπαζιές του ή τις θέλει τις καρπαζιές του, βλ. φρ. είναι για καρπαζιές·
- παίζουμε καρπαζιές, α. ανταλλάσσουμε χτυπήματα στο σβέρκο με τις παλάμες μας, περισσότερο χάριν αστεϊσμού: «πρώτα χτύπησε ο ένας, ύστερα χτύπησε ο άλλος και σε λίγο όλοι παίζαμε καρπαζιές». β. δεν κάνουμε τίποτα, χάνουμε τον καιρό μας, τεμπελιάζουμε: «εδώ εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτοί κάθονται και παίζουν καρπαζιές». γ. είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλοι οικειότητα μεταξύ μας: «μη φοβάσαι τον τάδε, γιατί παίζουμε καρπαζιές από μικρά παιδιά και θα του μιλήσω εγώ για σένα»·
- τον έχω της καρπαζιάς, τον έχω κάτω από την απόλυτη κυριαρχία μου, τον κάνω ό,τι θέλω: «μόλις πεις τ’ όνομά μου, θα σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά, γιατί τον έχω της καρπαζιάς»·
- τον πέθανα στις καρπαζιές, βλ. φρ. τον τρέλανα στις καρπαζιές·
- τον πλάκωσα στις καρπαζιές, του έδωσα αλλεπάλληλα χτυπήματα με την παλάμη μου στο σβέρκο, στο κεφάλι του, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή έλεγε ανοησίες, τον πλάκωσα στις καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τάραξα στις καρπαζιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «επειδή κορόιδευε γέρο άνθρωπο, τον τάραξα στις καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τρέλανα στις καρπαζιές, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή πείραζε τα κορίτσια της γειτονιάς μου, τον τρέλανα στις καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- του ’δωσα καρπαζιές ή του ’δωσα τις καρπαζιές του, βλ. φρ. του ’ριξα καρπαζιές ή του ’ριξα τις καρπαζιές του·
- του ’δωσα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του κάθισα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του ’κοψα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του ’ριξα μια καρπαζιά, του έδωσα ένα χτύπημα στο σβέρκο ή γενικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του με την παλάμη μου: «όπως περνούσε από δίπλα μου, του ’ριξα μια καρπαζιά». Για συνών. βλ. φρ. του ’δωσα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’σκασα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του ’ριξα καρπαζιές ή του ’ριξα τις καρπαζιές του, τον ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «επειδή δεν καθόταν φρόνιμα, του ’ριξα τις καρπαζιές του». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- του τράβηξα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- τρώω καρπαζιές ή τρώω τις καρπαζιές μου, α. δέχομαι χτυπήματα στο σβέρκο από κάποιον με την παλάμη του, με δέρνει κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που τα βάζω μαζί του, τρώω τις καρπαζιές μου». β. αντιμετωπίζω καταστάσεις που με προσβάλλουν ή με υποτιμούν ως άτομο: «μπορεί να είναι τώρα μεγάλος και τρανός, αλλά έφαγε καρπαζιές μέχρι να γίνει αυτό που έγινε!». γ. βρίσκομαι μπροστά σε δυσκολίες που δεν περίμενα: «άμα δε φας τις καρπαζιές σου, δεν εκτιμάς αυτό που είχες πριν». Για συνών. βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, λ. χαστούκι.