καροτσάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. καρότσα]. 1. αμαξάκι για μωρά: «έβαλε το μωρό στο καροτσάκι και το πήγε βόλτα». 2. μικρό αμαξάκι για μεταφορές που το σπρώχνουν με τα χέρια: «ο αχθοφόρος φόρτωσε τα δέματα στο καροτσάκι του και τα μετέφερε μέχρι το φορτηγό»·
- τον έβγαλα καροτσάκι, τον έβγαλα από έναν χώρο, αφού προηγουμένως τον άρπαξα από το σβέρκο και σπρώχνοντάς τον τον πέταξα έξω κακήν κακώς: «επειδή δεν έβγαινε με το καλό, τον έβγαλα καροτσάκι»·
- τον έκανα καροτσάκι (με ράδιο), τονέδιωξα, τον απομάκρυνα βάναυσα από έναν χώρο, σπρώχνοντάς τον με δύναμη, αφού προηγουμένως τον άρπαξα από το σβέρκο και από τον κώλο: «αφού δεν καταλάβαινε πως έπρεπε να φύγει με το καλό, τον έκανα κι εγώ καροτσάκι με ράδιο κι ησυχάσαμε». Από την εικόνα του μεταφορέα, που εκτελεί με το καροτσάκι του μεταφορές μέσα στον κύκλο της πιάτσας και σπρώχνοντάς το τρέχει, για να προλάβει να εκτελέσει όσες περισσότερες μεταφορές γίνεται. Η αναφορά στο ράδιο, ίσως για να διακωμωδηθεί η κατάσταση, ίσως όμως και αναφορά στο ξύλο μετά μουσικής·
- τον πήγα καροτσάκι, α. τον ανάγκασα να κινείται αργά πίσω μου με το αυτοκίνητό του σε αυτοκινητόδρομο: «επειδή έχει τη μανία να τρέχει κι είχε πολύ κίνηση ο δρόμος, μπήκα μπροστά του κι απ’ την Καβάλα, τον πήγα καροτσάκι μέχρι την Ξάνθη». Από το ότι, αυτός που σπρώχνει το καροτσάκι του, δεν μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. β. τον μετέφερα σχεδόν σέρνοντας, γιατί ήταν αναίσθητος ή πολύ μεθυσμένος: «εκεί που περπατούσαμε, έπεσε ξαφνικά στο δρόμο κι επειδή ήταν πολύ βαρύς, τον πήγα καροτσάκι μέχρι το διπλανό φαρμακείο || ήταν τόσο μεθυσμένος, που τον πήγα καροτσάκι μέχρι το σπίτι του».