καρμπιρατέρ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. carburateur], το καρμπιρατέρ·
- δουλεύει με διπλό καρμπιρατέρ, είναι πανέξυπνος: «αυτόν τον τύπο δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί δουλεύει με διπλό καρμπιρατέρ». Από το ότι, όταν η μηχανή ενός αυτοκινήτου έχει διπλό καρμπιρατέρ, τότε αναπτύσσει μεγαλύτερη ταχύτητα.