καριοφίλι, το, ουσ. [<ιταλ. Carlo e figli “Κάρολος και υιοί” (φίρμα εργοστασίου όπλων)], το καριοφίλι·
- φίλοι φίλοι, καροφίλι, επιθετική έκφραση με την οποία χαρακτηρίζει κάποιος την  ψεύτικη φιλία, τη λυκοφιλία: «μ’ εκμεταλλεύτηκες ένα σωρό φορές, φτάνει πια. Φίλοι φίλοι, καριοφίλι».