Καριολίδης, ο, θηλ. Καριολίδου, η, ως επώνυμο [<καριόλης + κατάλ. -ίδης], ιδίως εύχρ. στις φρ. κυρία Καριολίδου και κύριος Καριολίδης, (στη γλώσσα της αργκό ειρωνικά ή υποτιμητικά) βλ. λ. καριόλα, καριόλης.