καραφλός, -ή, -ό, επίθ. [<φαλακρός, με αντιμετάθεση], (ειρωνικά) που δεν έχει καθόλου μαλλιά στο κεφάλι του, ο καράφλας, ο φαλακρός: «δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα τι τη θέλει την τσατσάρα αυτός ο καραφλός!».