καραντουζένι, το, ουσ. [<τουρκ. kara + düzen], (στη γλώσσα της αργκό) το κούρδισμα έγχορδου μουσικού οργάνου, ιδίως του μπουζουκιού για να δώσει πολύ εύθυμο ήχο. (Λαϊκό τραγούδι: να άκουγες το αραπιέν και το καραντουζένι και σε λιγάκι θα ’λεγες ο αργιλές να γένει // καραντουζένι κούρντισα το μπαγλαμά να παίξω· απόψε θα γλεντήσουμε και θα το ρίξουμ’ έξω
- είμαι στο καραντουζένι ή είμαι στα καραντουζένια μου, είμαι σε πολύ μεγάλο κέφι: «όταν ήρθε και μας βρήκε ο τάδε, ήμασταν όλοι στα καραντουζένια μας»·
- έρχομαι στο καραντουζένι ή έρχομαι στα καραντουζένια μου, βλ. φρ. είμαι στο καραντουζένι.