καραγκιόζμπερντες κ. καραγκιοζμπερντές, ο, ουσ. [<καραγκιόζης + μπερντές]. 1. το θέατρο σκιών, η σκηνή, η οθόνη του θεάτρου σκιών. 2. κακοδιατηρημένο, ετοιμόρροπο σπίτι: «δεν τολμώ να φέρω κανέναν στο σπίτι μου, γιατί έχει γίνει σαν καραγκιοζμπερντές». 3. γελοία, κωμική κατάσταση που προκαλεί το γέλιο: «άρχισαν να μαλώνουν μπροστά στον κόσμο και γίνανε όλοι καραγκιοζμπερντές».