κάποιος, -α, -ο, αόρ. αντων. [από τη φρ. κἂν + ποῖος], κάποιος. 1. που είναι περιορισμένος σε ποσότητα, που είναι ασήμαντος, μικρός: «πήρε κάποια λεφτά, αλλά δεν του φτάνουν || έχει κάποια περιουσία, αλλά ποιος να πρωτοπάρει, όταν πεθάνει ο φουκαράς!». 2. που διαφέρει από τους πολλούς, που είναι διακεκριμένος, ανώτερος: «νομίζει ο φουκαράς πως είναι κάποιος». (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βάζω κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- βάζω κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- έγινε κάποιος, ξεχώρισε, διακρίθηκε σε ένα τομέα ή γενικά στη ζωή του: «αυτός έγινε κάποιος μέσα στην αγορά, εσύ τι έγινες που τον κοροϊδεύεις;»·
- είμαι κάποιος, δεν είμαι ασήμαντος, είμαι κάτι: «μπορεί να μην είμαι μεγάλος και τρανός, αλλά είμαι κάποιος μέσα σ’ αυτή την πόλη»·
- είναι μιας κάποιας ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- ένας κάποιος…, αφηρημένα, αόριστα κάποιος…: «μου είπε ένας κάποιος γνωστός μου πως εσύ με κατηγόρησες». Συνών. κάποια ψυχή (γ) / κάποιο πρόσωπο (γ) / μια ψυχή (γ)·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει μια κάποια ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
- έχω κάποιον άσο στο μανίκι (μου), βλ. λ. άσος·
- κάνει τον κάποιο, προσποιείται πως είναι ξεχωριστός, διακεκριμένος: «του ’τυχαν πέντε παράδες και κάνει τον κάποιο»·
- κάποια δόση, βλ. λ. δόση·
- κάποια στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- κάποια φορά, βλ. λ. φορά·
- κάποια ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- κάποια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), βλ. λ. πρωία·
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα, βλ. λ. λάκκος·
- κάποιο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- κάποιο ρόλο παίζουμε κι εμείς, βλ. λ. ρόλος·
- κάποιος κάπου κάποτε, αόριστη και αφηρημένη αναφορά σε πρόσωπο, τόπο και χρόνο ταυτόχρονα. (Τραγούδι: τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι, κάποιος κάπου κάποτε πού να τον θυμάμαι
- κάποιος λύκος θα ψόφησε, βλ. λ. λύκος·
- κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε, βλ. λ. φούρνος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσων χρονών είναι), βλ. λ. γάιδαρος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- κατά κάποια έννοια, βλ. λ. έννοια2·
- κατά κάποιο τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- κρύβω κάποιον άσο στο μανίκι (μου), βλ. λ. άσος·
- μπαίνω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- μπαίνω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- μπαίνω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- όλο και κάποιος, (αόριστα) κάποιος: «δεν πειράζει που δε με βοήθησες, γιατί όλο και κάποιος θα βρεθεί να με βοηθήσει»·
- σε κάποια μεριά, βλ. λ. μεριά·
- τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- φέρνω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός.