καπάκι, το, ουσ. [<τουρκ. kapak], το καπάκι. 1. το κρέας που καλύπτει τα πλευρά βοδιού ή μοσχαριού. 2. η οριζόντια πόρτα καταπακτής, η γκλαβανή: «άνοιξε το καπάκι που ήταν στο πάτωμα και κατέβηκε στην κρυψώνα του». 3. ως επίρρ., (στη νεοαργκό) αμέσως μετά: «μετά το φαγητό έφαγα καπάκι κι ένα παγωτό || μόλις έφυγε ο τάδε, έφυγα κι εγώ καπάκι». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η δόση που χρησιμοποιείται αμέσως μετά την προηγούμενη: «έκανα καπάκι ένα δεύτερο τσιγαρλίκι, γιατί με το πρώτο δεν την άκουσα». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- ανοίγω καπάκι, (στη γλώσσα της αργκό) προδίδω, κοινολογώ μυστικό, ιδίως παράνομο, ή φανερώνω κάποια αλήθεια, που για διάφορους λόγους την κρατούσαν κρυφή: «κάποιος άνοιξε καπάκι στη γυναίκα μου πως χάνω τα λεφτά μου στα χαρτιά || εγώ άνοιξα καπάκι και μαρτύρησα πως είναι αθώος, για να μην την πληρώσει χωρίς λόγο ο άνθρωπος»·
- βγαίνω καπάκι, αν και είμαι ένοχος, αθωώνομαι: «ξέρει πολλά άπλυτα των υψηλά ισταμένων, γι’ αυτό, ό,τι παρανομία και να κάνει, βγαίνει καπάκι». Συνών. βγαίνω αφρός / βγαίνω λάδι·
- βρίσκω το καπάκι μου, α.βρίσκω το ταίρι μου, ιδίως το ερωτικό: «απ’ τη μέρα που βρήκε το καπάκι του, τον χάσαμε απ’ την παρέα». β. βρίσκω κάποιον ανώτερό μου, αξιότερό μου: «τώρα που βρήκες το καπάκι σου, σταμάτησες βλέπω να κάνεις το μάγκα»·
- είμαι καπάκι, βλ. συνηθέστ. είμαι καβάλα, λ. καβάλα·
- καπάκι στο καπάκι, (στη νεοαργκό) λέγεται για ενέργεια που ακολουθεί αμέσως μετά κάποιας άλλης παρόμοιας: «μετά το φαγητό έφαγα καπάκι ένα παγωτό και καπάκι στο καπάκι χαμογέλασα στο γλυκό»·  
- κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, βλ. λ. τέντζερης·
- μου ’ρθε καπάκι, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα: «και κει που δεν ήξερα τι να πω, μου ’ρθε καπάκι ο τάδε, που γνώριζε καλά την υπόθεση και με ξελάσπωσε». Συνών. μου ’ρθε αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καλούπι / μου ’ρθε κουστούμι / μου ’ρθε κουτί / μου ’ρθε λαχείο·
- μουνί με εφτά καπάκια, βλ. λ. μουνί·
- μουνί με καπάκια, βλ. λ. μουνί·
- σηκώνει το καπάκι ή το σηκώνει το καπάκι, (στη νεοαργκό, ιδίως για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη, είναι πούστης: «πέσαμε απ’ τα σύννεφα μόλις μάθαμε πως ο τάδε σηκώνει το καπάκι». Σαν καπάκι εννοείται αυτό της λεκάνης της τουαλέτας όπου πέφτουν οι ακαθαρσίες κατά την αφόδευση και συνδυάζεται με τον κώλο από τον οποίο αφοδεύει ο άνθρωπος. Συνών. κουνάει την αχλαδιά / σηκώνει το σακάκι·
- σηκώνω καπάκι, βλ. φρ. ανοίγω καπάκι·
- τα κάνω καπάκι ή τα κάνω καπάκια, συγκαλύπτω σε συνεννόηση με άλλον την ενοχή κάποιου ή κάποιο σκάνδαλο, συμμαχώ με κάποιον για να προστατεύσουμε τα συμφέροντά μας: «για να μην εκτεθεί η υπηρεσία μας απ’ το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε, πήγε ο διευθυντής και τα ’κανε καπάκια με τον υποδιευθυντή»·
- τινάχτηκε το καπάκι της κατσαρόλας, ήρθε με έντονο τρόπο στο φως, στην επικαιρότητα κάποια υπόθεση που υπόβοσκε από καιρό: «όσο κι αν ήθελε η κυβέρνηση να κρύψει τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, ήρθε η στιγμή που τινάχτηκε το καπάκι της κατσαρόλας κι οι συνταξιούχοι ετοιμάζονται για κινητοποιήσεις»· 
- τον φέρνω καπάκι, α. τον ξεγελώ, τον τουμπάρω: «είναι τόσο αθώο παιδί, που όλοι τον φέρνουν καπάκι». β. τον κατανικώ: «σε μένα δεν τολμάει να κουνηθεί, γιατί ξέρει πως τον φέρνω καπάκι»·
- του το ’φερα καπάκι, το αναποδογύρισα πάνω στο κεφάλι του: «έτσι όπως κρατούσα το πιάτο με το φαγητό στο χέρι, του το ’φερα καπάκι, γιατί είχα θολώσει απ’ τα νεύρα μου».