κάνουλα, η, ουσ. [<λατιν. cannula], κινητός κρουνός από μέταλλο ή ξύλο με στρόφιγγα, που προσαρμόζεται σε δοχείο ή βαρέλι και ρυθμίζει την εκροή υγρού: «ξέχασε ανοιχτή την κάνουλα κι άδειασε όλο το κρασί απ’ το βαρέλι»·
- ανοίγω την κάνουλα, (ιδίως για χρηματικές παροχές) δίνω πλουσιοπάροχα: «κάθε φορά που πλησιάζουν οι εκλογές, η κυβέρνηση ανοίγει την κάνουλα των οικονομικών παροχών προς τους εργαζομένους»·
- κλείνω την κάνουλα, (ιδίως για χρηματικές παροχές) σταματώ να δίνω πλουσιοπάροχα: «την επαύριον των εκλογών, η κυβέρνηση έκλεισε την κάνουλα των οικονομικών παροχών προς τους εργαζομένους κι επέβαλλε πολιτική λιτότητας».