κανείς
κ. κανένας,
καμιά κ. καμία, κανένα, αντων.[από το κανένα, αιτιατ. του
κανείς<φρ. κἂν εἷς]. 1. ούτε ένας: «κανένας δεν ανταποκρίθηκε στην
πρόσκλησή του». 2. κάποιος: «μένει κανένας σ’ αυτό το σπίτι;». (Λαϊκό
τραγούδι: κι όταν μου πει κανείς πως μ’ αγαπά, πληρώνει τρεις φορές
τη μια οκά // σφάζεται για ξένο ιντερέσο ψάχνει για να βρει κανένα μέσο).
3. ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: «δεν είναι κανένας τυχαίος άνθρωπος». 4.
περίπου: «θα ’ναι καμιά τριανταριά χρονών || θα ’ρθει σε κανέναν μήνα». Πολλές
φορές, ακούγεται η φρ. πάρε καμιά μέρα κανέναν φίλο σου να πάμε
πουθενά να φάμε τίποτα, μια φρ. που αρχικά προβληματίζει αρκετά τους
ξένους που μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. (Ακολουθούν 102 φρ.)·
- άλλη
καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ τον Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- αν
κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει, βλ. λ. θέση·
- άντε
μην ακούσεις κανένα γαλλικό! βλ.λ. γαλλικό·
- από
καμιά φορά, βλ. λ. φορά·
- αυτός
είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- για
κανέναν λόγο, βλ. λ. λόγος·
- γλείφω
κανένα (κάνα) κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
- δε
βλάφτει ν’ ανάβεις κι από κανένα κερί, βλ. λ. κερί·
- δε
βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- δε
δίνει αναφορά σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- δε
δίνει λογαριασμό σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- δε
δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δε
λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε
λέει (κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε
λογαριάζω κανέναν, βλ. λ. λογαριάζω·
- δε
με κουνάει κανένας, βλ. λ. κουνώ·
- δε
με πιάνει κανένας, βλ. λ. πιάνω·
- δε
μου βγαίνει κανένας, δεν μπορεί κανείς να με συναγωνιστεί, να με ξεπεράσει:
«δε μου βγαίνει κανένας στις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις || δε μου βγαίνει κανένας
στο τρέξιμο»· βλ. και φρ. δε μου τη βγαίνει κανένας·
- δε
μου ’δωσε (καμιά) σημασία, βλ. λ. σημασία·
- δε
μου τη βγαίνει κανένας, δεν τολμάει κανείς να με κοντράρει σωματικά ή
οικονομικά, γιατί είμαι πάρα πολύ δυνατός ή πάρα πολύ πλούσιος: «μόλις με
βλέπουν όλοι με φοβούνται, γιατί δε μου τη βγαίνει κανένας πουθενά και σε
τίποτα»· βλ. και φρ. δε μου βγαίνει κανένας·
- δε
χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει
κανέναν, βλ. λ. Θεός·
- δε
χρωστάει καλό σε κανέναν ή καλό δε χρωστάει σε κανέναν ή σε
κανέναν δε χρωστάει καλό, βλ. λ. καλός·
- δε
χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε
χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δεν
ακούει τα λόγια κανενός, βλ. λ. λόγος·
- δεν
είδα καλό από κανέναν, βλ. λ. καλός·
- δεν
είμαι (και) κανένας (ακολουθεί όνομα), μπορεί να έχω κάποιες ικανότητες
αλλά δεν παραβάλλομαι με το άτομο το οποίο αναφέρω, γιατί θεωρώ πως είναι κατά
πολύ ανώτερός μου: «μπορεί να παίζω καλή μπάλα, αλλά δεν είμαι και κανένας
Κούδας! || μπορεί να ζωγραφίζω καλά, αλλά δεν είμαι και κανένας Φασιανός!»·
- δεν
είμαι και κανένας χτεσινός! βλ. λ. χτεσινός·
- δεν
είναι και καμιά γριά! βλ. λ. γριά·
- δεν
είναι και καμιά νέα! βλ. λ. νέος·
- δεν
είναι και κανένας γέρος! βλ. λ. γέρος·
- δεν
είναι και κανένας νέος! βλ. λ. νέος·
- δεν
έχει καμιά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν
έχει καμιά σημασία, βλ. λ. σημασία
- δεν
έχει καμιά σχέση, βλ. λ. σχέση·
- δεν
έχεις καμιά δουλειά εδώ, βλ. λ. δουλειά·
- δεν
έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι! βλ. παιδάκι·
- δεν
μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν
μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν
μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, βλ. λ. καρέκλα·
- δεν
παίζει κανένα ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- δεν
πα(ς) να σε διαβάσει κανένας παπάς! βλ. λ. παπάς·
- δεν
πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας γιατρός! βλ. λ. γιατρός·
- δεν
τον φτάνει κανείς (κανένας σε κάτι), βλ. λ. φτάνω·
- δεν
του δίνω καμιά σημασία, βλ. λ. σημασία·
- είναι
(για) να κάνεις κανείς εμετό! βλ. λ. εμετός·
- είναι
(για) να κάνει κανείς το σταυρό του! βλ. λ. σταυρός·
- είναι
(για) να ξερνάει κανείς καλαπόδια! βλ. λ. καλαπόδι·
- είναι
(για) να τινάζει κανείς το γιακά του! βλ. λ. γιακάς·
- είναι
(για) να τον πιάνει κανείς με την τσιμπίδα, βλ. λ. τσιμπίδα·
- είναι
(για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! βλ. λ. μαλλί·
- είναι
(για) να τραβάει κανείς το γιακά του! βλ. λ. γιακάς·
- είναι
να το ’χει κανείς να…, βλ. λ. έχω·
- είναι
να το ’χει κανείς στο αίμα του να…, βλ. λ. αίμα·
- η
νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν, βλ. λ. πατέρας·
- θα
γλείψουμε κανένα (κάνα) κοκαλάκι; βλ. λ. κοκαλάκι·
- θα
κάνω καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα
σου πω καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- θα
σου κόψω καμιά (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), βλ. λ. κόβω·
- θα
σου σφίξω καμιά (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), βλ. λ.σφίγγω·
- θα
σου χώσω καμιά (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα κ. ά.), βλ. λ. χώνω·
- καμιά
φορά, βλ. λ. φορά·
- καμιά
φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει, βλ. λ. γνώμη·
- κάνε
καμιά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κανείς
(κανένας) δε χάνεται, βλ. λ. χάνομαι·
- κανείς
δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, βλ. λ. ποιος·
- κανείς
δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, βλ. λ. κουκούτσι·
- κανείς
δεν ξέρει τι του ξημερώνει, βλ. λ. ξημερώνω·
- κανένα
αφτί, βλ. λ. αφτί·
- κανένα
μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κανένα
πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- κανέναν
δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, βλ. λ. Θεός·
- με
ζήτησε κανείς; βλ. λ. ζητώ·
- με
καμιά δύναμη, βλ. λ. δύναμη·
- με
καμιά κυβέρνηση, βλ. λ. κυβέρνηση·
- με
κανένα τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- μη
δίνεις καμιά προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- μη
δίνεις καμιά σημασία, βλ. λ. σημασία·
- μη
με δει κανένα μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μη
σου ξεφύγει καμιά οξεία! βλ. λ. οξεία·
- μην
το πεις σε κανέναν, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- μην
του δίνεις καμιά προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- μην
του δίνεις καμιά σημασία, βλ. λ. σημασία·
- να
ζει κανείς ή να μη ζει! βλ. λ. ζω·
- να
’μουν από καμιά μεριά! βλ. λ. μεριά·
- να
’μουν από καμιά μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- όποιος
κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. λ. λαγός·
- όποιος
κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, βλ. λ. λαγός·
- όπως
το δει κανείς, βλ. λ. είδα·
- όπως
το πάρει κανείς, βλ. λ. παίρνω·
- όσα
ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- πες
έναν (κάναν, κανέναν) καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες
καμιά (μια) καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες
του καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες
του καμιά λέξη! βλ. λ. λέξη·
- πες
του κανέναν λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πρόσεξε
μη βγάλεις κανένα σαγόνι ή πρόσεξε μη σου φύγει κανένα σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- πρόσεξε
μη σκίσεις κανένα μάγουλο, βλ.λ. μάγουλο·
- πρόσεξε
μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- πρόσεχε
μην πάθεις καμιά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρε,
κανένας καλόοος! βλ. λ. καλός·
- ρε,
κανένας χτεσινόοος! βλ. λ. χτεσινός·
- σε
καμιά περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- τι
να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί.